Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε στην ΕΕ μια χώρα που ξεχώριζε για το ανοιχτό μυαλό και την ανεκτικότητά της. Οι πολίτες της είχαν το χάρισμα της ενσυναίσθησης, προσπαθούσαν να βάζουν τον εαυτό τους στη θέση των πιο ευάλωτων. Κάποια στιγμή, μάλιστα, όταν ρωτήθηκαν αν αισθάνονται άνετα με έναν μετανάστη ως φίλο, συνάδελφο, γείτονα ή μέλος της οικογένειας, ένα Ευρωβαρόμετρο τους τοποθέτησε πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: το 89% απάντησε ναι, έναντι 64% πανευρωπαϊκά. Μιλώντας με πολιτικούς της χώρας αυτής, άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες απορούσαν που η μετανάστευση δεν αποτελούσε κεντρικό θέμα της πολιτικής συζήτησης εκεί, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε όλες σχεδόν τις χώρες τους.

Σιγά σιγά, ωστόσο, άρχισε και το ιδιαίτερο αυτό κράτος να εμφανίζει σημάδια της μεγάλης ευρωπαϊκής ασθένειας. Μία δημοσκόπηση έδειξε πως οι πολίτες θεωρούσαν τη μετανάστευση υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα. Μία άλλη, έδειξε πως ο αριθμός όσων «ανησυχούσαν πολύ» για τη μετανάστευση είχε αυξηθεί από 25% σε 41% μέσα σε ενάμιση χρόνο. Και τρεις στους τέσσερις πολίτες συνέδεαν πλέον τη μετανάστευση με αρνητικές έννοιες, πρωτίστως την ανασφάλεια και την υπερφόρτωση των δημόσιων υπηρεσιών. Η ίδια δημοσκόπηση έδειξε βέβαια πως περισσότεροι από τους μισούς πολίτες υπερεκτιμούσαν το ποσοστό των ξένων ανάμεσά τους, στο 30%, ενώ δεν ξεπερνούσε το 13% – ήταν ορατός, παντού, ο δάκτυλος της Ακροδεξιάς. Σε κάθε περίπτωση, η πίεση προς τους κυβερνώντες να σκληρύνουν την πολιτική τους όλο και μεγάλωνε. Αντ’ αυτού, ωστόσο, ο πρωθυπουργός της χώρας ανέβηκε στο βήμα της Βουλής και έβγαλε μία ομιλία υπέρ της μετανάστευσης, θυμίζοντας στους πολίτες πως «ιστορικά» υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μοχλούς ανάπτυξης των εθνών, ενώ το μίσος και η ξενοφοβία ήταν – και παραμένουν – ο μεγαλύτερος καταστροφέας των εθνών. Το κλειδί, είναι η σωστή διαχείρισή της».

Σαν παραμύθι δεν ακούγεται;

Το κράτος αυτό είναι η Ισπανία, το Ευρωβαρόμετρο που επιβεβαίωνε την ανοιχτωσιά της χρονολογείται στο 2021, οι δύο δημοσκοπήσεις που κατέδειξαν την αλλαγή στην κοινή γνώμη δημοσιοποιήθηκαν τέλη Σεπτεμβρίου και αρχές Οκτωβρίου, ενώ η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία μεταναστευτική κρίση στα Κανάρια Νησιά (30.808 μετανάστες αποβιβάσθηκαν στο αρχιπέλαγος τους πρώτους εννέα μήνες του 2024, αριθμός διπλάσιος από πέρυσι), και η ομιλία του Πέδρο Σάντσεθ έγινε προχθές.

Ο ισπανός πρωθυπουργός ξεκίνησε διαβάζοντας ένα άρθρο του 1949 από μία εφημερίδα της Βενεζουέλας: εξιστορούσε την τρομερή άφιξη στη χώρα μεταναστών από τα Κανάρια που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τον Φρανκισμό και την πείνα. Με βάση αυτή την ιδέα, ότι η Ισπανία είναι μια χώρα μεταναστών, ο Σάντσεθ έχτισε μία ομιλία υπέρ της μετανάστευσης, όχι μόνο για ανθρωπιστικούς, αλλά κυρίως για οικονομικούς και δημογραφικούς λόγους: επειδή είναι απαραίτητη. «Εμείς οι Ισπανοί είμαστε παιδιά της μετανάστευσης, δεν πρόκειται να γίνουμε γονείς της ξενοφοβίας», διακήρυξε. «Ας χαράξουμε μια μεταναστευτική πολιτική για την οποία οι μεγαλύτεροι θα μπορούν να είναι υπερήφανοι (…) που θα εγγυάται το μέλλον των εγγονών τους». Επειδή βέβαια ο Σάντσεθ γνωρίζει πως το θέμα και τα προβλήματα της ενσωμάτωσης δοκιμάζουν αρκετές γειτονιές, προανήγγειλε ένα κυβερνητικό «σχέδιο για την ενσωμάτωση και τη διαπολιτισμική συνύπαρξη» σε ολόκληρη την Ισπανία, ώστε να αποφευχθούν «τα λάθη άλλων χωρών».

Να είναι άραγε οι σοσιαλδημοκρατικές του ρίζες; Μα σοσιαλδημοκράτης είναι και ο γερμανός καγκελάριος, που επανέφερε ελέγχους στα σύνορα, όπως και ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας, Κιρ Στάρμερ, που εγκωμιάζει τώρα τη μεταναστευτική πολιτική της Μελόνι. Να είναι, τότε, το μεταναστευτικό του υπόβαθρο, το γεγονός ότι και ο πατέρας του και ο παππούς του μετανάστευσαν στη Γερμανία για να βρουν δουλειά; Μα αυτό είναι κοινό σε τόσους και τόσους, ειδικά στη Νότια Ευρώπη. Μην είναι, λοιπόν, «η οικονομία, ανόητε»; Η αλήθεια είναι πως η Ισπανία έχει την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην ΕΕ και περισσότερες από τις μισές ισπανικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες τους σε εργατικό δυναμικό. Από την άλλη, με το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, η Ευρώπη θα χάσει τα επόμενα χρόνια 30 εκατομμύρια ανθρώπους σε ηλικία εργασίας. Οσα μέτρα και να λάβει μια χώρα «για τη στήριξη της οικογένειας και των παιδιών», λίγοι λογικοί άνθρωποι θα διαφωνήσουν με τη διαβεβαίωση του Σάντσεθ ότι «η μετανάστευση είναι απαραίτητη για την οικονομία και την ευημερία μας».

Η ζωή δεν είναι παραμύθι. Ο ισπανός πρωθυπουργός δεν είναι κανένας υπέρμαχος των «open borders» – το επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ζήτησε να τεθεί σε ισχύ το αυστηρότατο ευρωπαϊκό σύμφωνο για τη μετανάστευση έναν χρόνο νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2025. Τον ακούς όμως να λέει πως θέλει «να καταλάβουν οι πολίτες πως αυτή δεν είναι μια μάχη μεταξύ Ισπανών και ξένων, ή χριστιανών και μουσουλμάνων, ή αγίων και εγκληματιών. Είναι μια μάχη ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, στα παραμύθια και τα δεδομένα, στο συμφέρον της κοινωνίας μας και στα συμφέροντα κάποιων λίγων που βλέπουν τον φόβο και το μίσος για τους ξένους ως τον μόνο τους δρόμο προς την εξουσία» – και λίγο ζηλεύεις.