Τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, η μεταμόρφωση της από παχουλό κορίτσι σε λαμπερή ερμηνεύτρια, οι συνεργασίες της με ονόματα – θρύλους αλλά και η μάχη της με τον καρκίνο. Η Νάνα Μούσχουρη μέσα από τις δικές της συνεντεύξεις:
Ο πατέρας μου είχε ένα πάθος με τα χαρτιά, μεγάλωσα πολύ φτωχικά, αλλάζαμε σπίτια γιατί δεν είχαμε να πληρώσουμε τα ενοίκια. Είχαμε δυσκολίες, αλλά απ’ τα στραβά μαθαίνεις τη ζωή, όχι από την ευτυχία.
Αγαπούσα πολύ τη μουσική. Οι γονείς μου με έμαθαν να την αγαπώ. Ο πατέρας μου είχε φτιάξει με τα χέρια του ένα ραδιόφωνο κι από κει άκουγα τη Βέμπο, τη Μαρλέν Ντίτριχ. Εργαζόταν ως μηχανικός προβολής στους κινηματογράφους και η μητέρα μου ήταν ταξιθέτρια. Μεγάλωσα μέσα στα σινεμά, με τις μουσικές των αμερικανικών ταινιών, με τη φωνή της Τζούντι Γκάρλαντ. Ονειρευόμουν να γίνω τραγουδίστρια της τζαζ.
Ως παιδί φοβόμουν τον κόσμο γύρω μου. Ήμασταν φτωχοί, δεν ήμουν και τόσο όμορφη και είχα κόμπλεξ κατωτερότητας. Αργότερα, νέο κορίτσι, άκουγα συχνά τους γονείς μου να τσακώνονται. Όταν ζεις τέτοια δράματα, μεγαλώνεις μέσα στη ντροπή. Πήγαινα στο σχολείο και φοβόμουν ότι κάποιος, με το που θα με δει, θα καταλάβει τι συμβαίνει στο σπίτι μου. Και μόνο όταν τραγουδούσα, οι άλλοι με άκουγαν και ξεχνούσαν τις προκαταλήψεις τους ή τις προσδοκίες που είχαν από μένα. Μόνο τότε ένιωθα κορίτσι και αργότερα γυναίκα.
Είχα μόνο υποχρεώσεις. Αρχικά έπρεπε να βγάλω χρήματα για την οικογένεια μας, για τους γονείς μου, και ύστερα για την μεγαλύτερη αδερφή μου. Ήθελα να είναι όλοι τους εξασφαλισμένοι. Αλλά δεν τους κρατάω κακία. Τους αποδέχομαι έτσι όπως είναι. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη. Δεν ήξερε πώς να μου συμπεριφερθεί, αλλά ξέρω πως με αγαπούσε πάρα πολύ, κι ας μην μπορούσε να μου το πει. Όλα τα χρόνια που βρισκόμουν πάνω στη σκηνή ήταν ένα είδος ψυχανάλυσης για μένα. Η σκηνή ήταν το μέρος όπου έμαθα να αποδέχομαι τους φόβους μου.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, πολύ ξεχωριστός, με καρδιά και ανθρωπιά. Τον πολέμησαν αρκετά, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Κι εμείς είχαμε τις κόντρες μας, αλλά πάντα αγαπιόμασταν. Τον είχα σαν πατέρα, όπως φυσικά και τον Γκάτσο. Με έβαλαν στην περίφημη παρέα του «Φλόκα» κι ένιωθα ξαφνικά να βρίσκομαι στον Παράδεισο με αυτά που άκουγα. Ήμουν το μόνο κορίτσι στη μεγάλη αυτή παρέα. Αυτοί με έκαναν να αισθάνομαι Ελληνίδα.
Όταν μου πρότειναν να μείνω στη Γαλλία, είπα ότι δεν είχα τίποτε να χάσω. Και ας μην υπήρχε ακόμη κάτι σίγουρο εκεί.Στην Ελλάδα είχα γίνει γνωστή, αλλά δεν έβλεπα καμιά πρόοδο σε αυτά που έκανα. Και ο λόγος για τον οποίο άρχισα να τραγουδάω άλλα είδη μουσικής ήταν και για να προοδεύσω μουσικά αλλά και για να ανανεώνομαι χωρίς να χάνω την ταυτότητά μου. Το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Καραμανλής, τον οποίο σεβόμουν βαθύτατα και υπεραγαπούσα, όταν κέρδισα το πρώτο βραβείο με το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» ήταν: «Από ‘δώ και πέρα δεν πρέπει να φοβάσαι κανέναν. Oχι ότι δεν θα υπάρχει πάντα κάποιος που θα πηγαίνει πιο μπροστά από σένα, έτσι είναι η ζωή. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία είναι εσύ να ξεπερνάς τον εαυτό σου και να αφήνεις τον κόσμο να αποφασίζει.
Όταν έφυγα για τη Γαλλία, ήμουν ακόμα ένα παχουλό, άχαρο κορίτσι. Η εταιρεία μου επέμενε απαραιτήτως να χάσω κιλά και να φτιάξω την εικόνα μου κι έτσι με έστειλαν στον διαιτολόγο της Μαρίας Κάλλας. Μου λέει: «Θα σου δώσω αυτή τη διατροφή και σε δύο εβδομάδες που θα ξανάρθεις, θα πρέπει να έχεις χάσει πέντε κιλά». Εγώ σε δύο εβδομάδες έχασα δέκα!
Μύθος εγώ; Ω, νο! Κάποιο λάθος κάνετε. Εγώ είμαι απλώς μια τραγουδίστρια.
Η δική μου φωνή δεν ήταν θείο δώρο. Αντιθέτως, είχα και πρόβλημα, η μία χορδή μου ήταν πιο σκληρή. Ο,τι κατάφερα έγινε με σκληρή δουλειά.
Είμαι επίμονη ως άνθρωπος. Αν δεν επέμενα, δεν θα ήμουν αυτό που είμαι σήμερα.
Ήθελα να μείνω μακριά από τις κακές επιρροές. Κάπνιζα βέβαια, κι αυτό δεν κάνει καλό στη φωνή. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έπαιρνα και Βιταμίνη C. Κάποτε με κατηγόρησαν ότι είμαι αλκοολική. Αλλά ποτέ δεν είχα σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ.Την πρώτη φορά που πήγα στις ΗΠΑ, το 1962, έπινα πού και πού κανένα ποτηράκι ουίσκι, γιατί ήμουν πολύ νευρική. Ηχογραφούσα με τον Quincy Jones στο στούντιο, έναν από τους σημαντικότερους παραγωγούς. Κι ο Quincy έπινε κανένα ποτηράκι, αλλά ποτέ υπερβολικά. Το ίδιο και ο Harry Belafonte, με τον οποίο αργότερα έκανα περιοδεία στις ΗΠΑ. Όλοι γνωρίζαμε τότε για το μεγάλο πρόβλημα που είχε η Judy Garland με το αλκοόλ – και φυσικά η Piaf. Κατάγομαι από μια φτωχή οικογένεια. Μου έμαθε να παραμένω πάντα στον ίσιο δρόμο! Πρόσεξα να μη γίνω αλκοολική γιατί αυτό θα σήμαινε για μένα πως θα έχανα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μια τέτοια εξάρτηση θα ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες μου, παρόλο που έχω κατανόηση για τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Τα γυαλιά δεν τα έβαλα ποτέ για στιλ, δεν έψαχνα σήμα κατατεθέν. Τα φόρεσα γιατί είχα μυωπία και μου έμειναν. Μου έδιναν κι ένα αίσθημα ασφάλειας, φυσικά.
Μέχρι και ο Μπελαφόντε δεν ήθελε τα γυαλιά µου, γιατί κανένας δεν φορούσε γυαλιά εκείνη την εποχή, και µου έλεγε: “∆εν είναι δυνατόν να βγαίνεις µε τα γυαλιά”. ∆εν τα ήθελαν στην αρχή. Κάποτε, µάλιστα, όταν ήµουν στην Αµερική µε τον Μπελαφόντε, που µε διάλεξε για να τραγουδήσω µαζί του, ήρθε ο ίδιος και µου είπε: “Θέλω να βγάλεις τα γυαλιά σου. ∆εν µπορώ, υποφέρω να σε βλέπω µε τα γυαλιά στη σκηνή. Κανένας δεν φοράει γυαλιά”
Έπειτα από αυτό, έβγαλα τα γυαλιά µου και τραγούδησα τρία βράδια χωρίς αυτά. Έπειτα από τρία βράδια, του είπα: “Κοιτάξτε, το καταλαβαίνω τι σκέφτεστε εσείς, αλλά εγώ αισθάνοµαι πολύ άσχηµα χωρίς τα γυαλιά µου. Κατ’ αρχάς, έχω µυωπία, δεν βλέπω καλά, και έπειτα θέλω να είµαι ο εαυτός µου. Εχω ανάγκη να φοράω γυαλιά. Θα τα φορέσω. Αν δεν σας αρέσουν, θα φύγω µαζί µε τα γυαλιά µου”. Αν δεν ήθελε να αποδεχτεί τα γυαλιά µου, θα έφευγα τελείως από την παράσταση. Και µου είπε: “Εντάξει, θα το σκεφτώ”. Πήγε και το σκέφτηκε, µε τους µουσικούς του ή µόνος του, και γύρισε πίσω ένα τέταρτο µετά και µου είπε: “Ξέρεις, αποφάσισα να σε κρατήσω και εσένα και τα γυαλιά σου”.
Η Κάλλας άσκησε μεγάλη επίδραση επάνω μου, ήταν το είδωλό μου. Θαύμαζα τη φωνή, αλλά και την πειθαρχία που είχε στη ζωή της με το τραγούδι. Δεν μπορούσα, φυσικά, να τη φτάσω, έλεγα όμως, αν έκανε εκείνη αυτό (π.χ. να διαλέγει για το ρεπερτόριό της όπερες που δεν της ταίριαζαν), πρέπει και εγώ να το κάνω.Και όταν θαυμάζεις κάποιον, φοβάσαι μήπως αυτό που του συνέβη συμβεί και σε σένα. Για τη φωνή μου, ναι, φοβόμουν πολύ. Οταν αντιμετώπιζα προσωπικές δυσκολίες, η φωνή μου με τιμωρούσε.
Την Ελλάδα την κουβαλούσα πάντα μέσα μου με αγάπη και περηφάνια. Έκανα τόσους λαούς να τραγουδάνε στην ελληνική γλώσσα! Δεν είναι και λίγο.
Ποτέ δεν έκανα φολκλόρ τη χώρα μας. Μισώ το τεχνητό «Made in Greece». Γιατί εγώ είμαι πραγματική Ελληνίδα, φτιαγμένη στην Ελλάδα, και μισώ τον τρόπο και την ευκολία με την οποία μπαίνει η ταμπέλα «Greek». Δεν είμαι καρτ ποστάλ. Το μόνο πράγμα που ήθελα πάντα είναι να γνωρίσει ο κόσμος την Ελλάδα που εγώ γνώρισα και έζησα.
Δεν ήμουν ποτέ μπιζνες γούμαν. Απλά δούλεψα πολύ, έδωσα πολλές συναυλίες και δεν σπατάλησα δεξιά κι αριστερά τα χρήματά μου. Αγόρασα ένα διαμέρισμα για τους γονείς μου, ένα για την αδερφή μου κι ένα για τους γονείς του πρώην συζύγου μου.
Με συγκινούσε που οι πόρνες της Μασσαλίας, του Αμβούργου και του Άμστερνταμ έκαναν ουρά στις συναυλίες μου. Κι ούτε μ’ ενόχλησε ποτέ που πολλές drag queen και τραβεστί με μιμήθηκαν στις παραστάσεις τους… Βλέποντάς τους ένιωθα ότι γινόμουν αποδεκτή σε μια περιθωριακή κοινότητα. Περιθωριακή ένιωθα κι εγώ. Από νέα πάσχιζα να γίνω αποδεκτή στην κοινωνία με αυτά που αγαπούσα κι όχι μ’ εκείνα που περίμενε από μένα. Έτσι αισθανόμουν αλληλέγγυη απέναντί τους.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να υπάρξω με κάποιον μόνο για τον έρωτα. Έχω πολύ χαριτωμένους φίλους που το κάνουν αυτό. Δεν είμαστε όμως όλοι ίδιοι. Δεν θα άφηνα ποτέ τη μουσική για έναν έρωτα, γι’ αυτό χώρισα από τον πρώτο μου σύζυγο. Μου ζήτησε να γυρίσουμε στην Ελλάδα να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας κι εγώ αρνήθηκα. Ήθελα να συνεχίσω την πορεία μου έξω. Έπειτα, βέβαια, ήρθε στη ζωή μου ο Αντρέ Σαπέλ, με τον οποίο είμαστε μαζί πόσα χρόνια. Στην αρχή έλεγα: «Είναι πολύ Γάλλος για μένα!». Στην πορεία τον αγάπησα πολύ τον Αντρέ. Δεν ήταν μόνο ο παραγωγός μου, ήταν και είναι ο άνθρωπός μου.
Σίγουρα τα παιδιά μου τα «θυσίασα» κάποιες στιγμές, κυρίως όταν ήταν μεγαλύτερα. Μια εποχή δεν καταλάβαινα ότι έπρεπε να είμαι περισσότερο κοντά τους.
Ο Alain Delon ήταν μισός θεός και μισός διάβολος. Ήμασταν στο καζίνο του Megève, ένα μέρος κοντά στο Mont Blanc, πρέπει να ήταν το 1965. Ήθελα να επιστρέψω στη Γενεύη, περίπου 50 χιλιόμετρα απόσταση, αλλά αυτός επέμενε: „Όχι, Νάνα, μείνετε εδώ, θα σας πάω εγώ με το αυτοκίνητο. Μου φέρνετε τύχη.“
Κάποια στιγμή σηκώθηκα, του έδωσα ένα μετάλλιο που είχα κερδίσει σε ένα φεστιβάλ τραγουδιού της Βαρκελώνης και του είπα: «Αυτό εδώ θα σας φέρει τύχη!» Λίγες μέρες αργότερα μου έστειλε μια μεγάλη ανθοδέσμη, με ένα σημείωμα: «Και όμως έχασα». Όταν αργότερα ξανασυναντηθήκαμε, με ρώτησε: «Γιατί φύγατε;». Του απάντησα: «Ανεξάρτητα από το αν κερδίζετε ή χάνετε, πονάω και μόνο που βλέπω την τράπουλα».
Η Μελίνα Μερκούρη ήταν φίλη μου. Ο Θεοδωράκης δεν ήταν φίλος μου. Βγάλαμε έναν δίσκο μαζί, αλλά ενδιαφερόταν πάντα υπερβολικά για την πολιτική. Έψαχνε πάντα τη θέση του στην πολιτική, χωρίς να καταφέρει ποτέ να τη βρει. Η Μελίνα Μερκούρη ήταν υπουργός και μάλιστα πολύ καλή. Έκανε τα πάντα για τον πολιτισμό και τη μουσική.
«Δεν επωφελήθηκα από την κατάσταση στην Ελλάδα για να σηκώσω τη σημαία. Ο,τι έκανα το έκανα χωρίς ο κόσμος να το ξέρει. Και πολλά που κάνω, ακόμη και τώρα, δεν θέλω να τα ξέρει ο κόσμος, γιατί δεν θέλω να επηρεάζουν την υπόστασή μου ως τραγουδίστρια. Πίστευα σε ορισμένους πολιτικούς όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά δεν ήμουν ικανή να μην αγαπήσω ένα τραγούδι επειδή είναι «αριστερό». Είχα ζήσει τον Εμφύλιο και είχα δει αδέλφια να χωρίζουν για ιδέες. Πίστευα πάντα ότι πρέπει να ανευρίσκεται μια συναινετική λύση στο όνομα της ειρήνης, της ισότητας και της ελευθερίας. Αλλά με σεβασμό. Και, πιστέψτε με, δεν μπορείς να μιλάς για ελευθερία και να μπαίνεις στο κατώφλι του άλλου χωρίς σεβασμό. Δεν μπορείς να διχάζεις το τραγούδι. Εγώ, όταν τραγουδώ, δεν σκέφτομαι την Αριστερά ή τη Δεξιά, αλλά το τραγούδι.
Πέντε χρόνια ήμουν ευρωβουλευτής στο Στρασβούργο. Έχω ταξιδέψει πολύ, έχω τραγουδήσει σε πολλές γλώσσες και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να εμπνεύσω τη χώρα μου σχετικά με την Ευρώπη. Αλλά η πολιτική δεν είναι για τους καλλιτέχνες. Η μουσική μιλάει για αλήθειες. Δεν μπορείς να ψεύδεσαι όταν τραγουδάς. Οι μουσικοί το αισθανόμαστε αμέσως όταν κάνουν λάθη, γιατί έχουν άμεση επαφή με το λαό. Στο Κοινοβούλιο, κανείς δεν λέει την αλήθεια. Όλοι πρέπει να φροντίσουν για το συμφέρον του κόμματος. Τίποτα δεν γίνεται για τον πολιτισμό.
Το 2015 είχα καρκίνο στο πάγκρεας. Είµαι ακόµα εδώ. Πέρασα, µάλιστα, και περιτονίτιδα. Είχα πολλά πράγµατα. Ολοι φοβούνται. Όταν είσαι έξω από τη χώρα σου, είσαι πιο ευαίσθητη, και γι’ αυτό τα πήγα πολύ δύσκολα. Αλλά τελικά άκουσα τον γιατρό µου – ήταν πολύ καλός γιατρός. Και τον έχω µέχρι και τώρα. Ο γιατρός µου ήταν για µένα η σωτηρία. Οταν έχω κάτι, πηγαίνω εκεί για να µε φροντίσει. Εχω περάσει πολλά.
Τώρα τελευταία έχω αρχίσει να σκέφτομαι το τέλος. Λέω τι θα γίνει ο άνδρας μου, τι θα γίνουν τα παιδιά μου. Απ’ την άλλη λέω, θα πάω να βρω τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, τον Μάνο, τους φίλους μου που έχουν φύγει όλοι.
Νομίζω πως έχω κάνει αρκετά. Θέλω να δώσω μερικές παραστάσεις ακόμη, και μετά αυτό θα είναι όλο. Νομίζω πως έχω κάνει αρκετά. Δεν μπορώ να παριστάνω πως είμαι νέα. Δεν θέλω να κάνω τον κόσμο να υποφέρει. Δεν έχω το δικαίωμα να ανέβω στη σκηνή και να μην τραγουδήσω καλά, ακόμη κι αν το κοινό με χειροκροτήσει γι΄αυτό.»
(Αποσπάσματα από συνεντεύξεις στο «Βήμα» την «Καθημερινή», την «Lifo», το «Secret» την Der Spiegel την Die Welt, την Der Tagesspiegel και την αυτοβιογραφία της τραγουδίστριας «Με λένε Νάνα»)
* Πηγή: Grace