«Η Ευρώπη ευελπιστεί ότι τα συρματοπλέγματα θα κρατήσουν εκτός της επικράτειάς της τους μετανάστες. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί» έγραφε με κατηγορηματικό ύφος ο «Economist» σε σχετικό άρθρο τον περασμένο Φεβρουάριο.
Παρά δε τη διαπίστωση ότι από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα παρατηρείται σαφής μείωση των «παράτυπων» διελεύσεων από τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα (κατά 40% στο πρώτο επτάμηνο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία), ολοένα περισσότεροι φοβούνται πως έφτασε η ώρα η παραπάνω πρόβλεψη να επιβεβαιωθεί.
Η αιτία δεν είναι άλλη από τις δραματικές εξελίξεις που συντελούνται στο νοτιοανατολικό άκρο της γειτονιάς της Ευρώπης, τη Μέση Ανατολή, όπου το σενάριο ενός γενικευμένου πολέμου φαντάζει ολοένα πιο πιθανό.
Κι αυτό, εφόσον συμβεί, θα προκαλέσει – εκτός των άλλων – ένα νέο κύμα προσφύγων, πολλοί από τους οποίους θα αναζητήσουν αναγκαστικά καταφύγιο σε ευρωπαϊκό έδαφος, μια και καμία σχεδόν από τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής δεν θα μπορεί να θεωρηθεί και δεν θα είναι ασφαλής.
Η κατάσταση η οποία διαμορφώνεται στον Λίβανο αποδεικνύει όχι μόνο το μέγεθος της απειλής, αλλά και κάτι ακόμα: το γεγονός ότι το 1 δισ. που έταξε στην κυβέρνησή του η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τον περασμένο Μάιο, όταν επισκέφθηκε τη Βηρυτό, προκειμένου να την πείσει να κρατήσει εκεί τους πρόσφυγες και να μην τους επιτρέψει να κατευθυνθούν προς την Ευρώπη, κινδυνεύουν να βρεθούν κυριολεκτικά στα… σκουπίδια.
Ηδη, εξάλλου, η χώρα που έχει προσφέρει μέχρι σήμερα άσυλο σε περίπου 1,5 εκατομμύρια Σύριους, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί να την εγκαταλείψουν μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου στη δική τους πατρίδα, το 2011, τώρα βλέπει χιλιάδες πολίτες της (250.000 περίπου) να παίρνουν την αντίθετη κατεύθυνση στον ίδιο δρόμο.
Εχοντας, πλέον, προορισμό το έδαφος της Συρίας, θεωρώντας προφανώς ότι σήμερα επικρατεί εκεί περισσότερη ηρεμία.
Μόνο που πρόκειται για απατηλή εικόνα, η οποία μπορεί να αλλάξει πολύ εύκολα και ανά πάσα στιγμή, καθώς η συγκεκριμένη χώρα είναι από εκείνες που αναμφίβολα θα βρεθούν στο επίκεντρο ενός γενικευμένου πολέμου, λόγω της ιστορίας και του ρόλου της, καθώς και της έντονης παρουσίας εκεί τόσο των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης όσο και της Χεζμπολάχ.
Λίβανος, Συρία, Υεμένη…
Το παρελθόν ενισχύει περαιτέρω τις ανησυχίες.
Για του λόγου το αληθές, το διάστημα 1975-1990, όσο δηλαδή μαινόταν ο εμφύλιος στον Λίβανο – με «δάκτυλο» Αμερικανών και Ισραηλινών –, υπολογίζεται ότι έφυγαν από τη χώρα 600.000-900.000 άνθρωποι.
Το 2006, επίσης, η εισβολή του Ισραήλ και οι σφοδρές συγκρούσεις με τη Χεζμπολάχ ανάγκασαν περίπου 900.000 ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις νότιες περιοχές – εκεί, δηλαδή, όπου βρίσκεται και σήμερα το επίκεντρο των μαχών, έχοντας ήδη εκτοπίσει από τις εστίες τους πάνω από 1 εκατομμύριο.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι θα συμβεί στην περίπτωση που ο πόλεμος στο έδαφος του Λιβάνου συνεχιστεί και κλιμακωθεί, το Ιράν μπει στην «εξίσωση» και η Συρία βρεθεί συχνότερα στο στόχαστρο του Ισραήλ.
Αφήστε που ουδείς μπορεί να εξαιρέσει την Υεμένη, ενδεχομένως ακόμα και τμήματα του Ιράκ όπου είναι πολύ ισχυρές η παρουσία και η δράση των φιλοϊρανικών οργανώσεων.
Και όλα αυτά ενώ η κατάσταση σε πολλές χώρες της Αφρικής βαίνει από το κακό στο χειρότερο, ενώ στην Τουρκία κυριαρχούν οι τάσεις που απαιτούν τη δραστική μείωση του αριθμού των προσφύγων και μεταναστών στο έδαφός της.
Πολύ απλά, λοιπόν:
Οι πιέσεις στα σύνορα της Ευρώπης θα καταστούν ασφυκτικές και οι φράχτες που έχουν κατασκευαστεί – σήμερα εκτείνονται σε μήκος περίπου 2.200 χιλιομέτρων έναντι μόλις 315 πριν από μία δεκαετία – θα είναι πρακτικά αδύνατο να τις αντέξουν.
Μετά δε και το «αντάρτικο» της Γερμανίας, η κυβέρνηση της οποίας επέλεξε να επαναφέρει μονομερώς τους ελέγχους στα δικά της σύνορα (ένα παράδειγμα που θα ακολουθούν ολοένα πιο πολλοί από τους «27»), δεν χωράει αμφιβολία πως το βάρος θα πέσει στις πλάτες των… συνήθων υπόπτων της ΕΕ, δηλαδή των κρατών-μελών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, στα οποία συμπεριλαμβάνονται Ελλάδα και Κύπρος.
Κάπως έτσι, όπως όλα δείχνουν, θα δικαιωθεί ο Σέρτζιο Καρέρα, στέλεχος του Centre for European Policy Studies, ο οποίος προέβλεψε μιλώντας στον «Economist» ότι οι φράχτες θα αποδειχθούν για την Ευρώπη «η επιτομή της αποτυχίας των μεταναστευτικών πολιτικών του 21ου αιώνα».