Δεν αμφιβάλλω ότι ο συνθέτης και τραγουδιστής έντεχνων τραγουδιών Φοίβος Δεληβοριάς έχει καλές προθέσεις. Δεν αμφιβάλλω, δηλαδή, για την ειλικρινή αγωνία του, για το πάθος του να εκφράσει τη διαμαρτυρία όσων αισθάνονται ότι στα Τέμπη, την τρομερή εκείνη νύχτα του μεγάλου δυστυχήματος, έγιναν διάφορες φρικτές συμπαιγνίες για να τη βγάλουν λάδι οι πολιτικοί. Βάσει δηλώσεων και συμπεριφορών, κι ο ίδιος όμοια πρέπει να αισθάνεται.

Ενα τέτοιο δυστύχημα είναι θλιβερό. Χάθηκαν πολλοί νέοι άνθρωποι, φοιτήτριες και φοιτητές που επέστρεφαν στη σχολή τους – κι η απώλεια της νεότητας είναι συγκλονιστική υπόθεση, συγκλονίζει πολύ περισσότερους από το οικείο περιβάλλον των νεκρών. Νέοι, που επιπλέον ταξίδευαν με το τρένο, το πιο φτηνό μέσο μαζικής μεταφοράς – δηλαδή πρόσωπα που δεν βρίσκονταν στην αναπαυτική πλευρά της ζωής: η συγκίνηση πολλαπλασιάζεται, επειδή μπαίνει και η ταξική διάσταση στο δυστύχημα. Κι ύστερα, η συγκίνηση συναντιέται με τη συγκίνηση των οικείων, ανθρώπων που ράγισε η καρδιά τους με την απώλεια.

Αυτή η συγκίνηση, είμαι βέβαιος, στέλνει και τον καλλιτέχνη επικεφαλής του ενός κλίματος που προτάσσει την απώλεια, τον πόνο, και τα πολιτικοποιεί. Κι έτσι, δι’ αυτής της πολιτικοποιήσεως, βρέθηκε κι αυτός με άλλους συναδέλφους του στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στη μεγάλη συναυλία των 15 ευρώ για τα Τέμπη. Οχι απλώς ως συγκινημένος και οργισμένος ταυτόχρονα τραγουδιστής αλλά και, κάπως, σαν βάρδος ενός κινήματος που εκκινεί από τη συγκίνηση και ενσωματώνει σε πολιτική δύναμη διαμαρτυρίας την οργή. Αυτό είναι.

Κι επειδή είναι αυτό, βασανίζει το μυαλό του την παραμονή, και την έμπνευσή του, και γράφει τραγούδι που ακούστηκε εκεί, στη μεγάλη συναυλία. Δεν αρκείται σε ένα τραγούδι οδύνης και συμπαράστασης, φτιάχνει ένα τραγούδι που λέει «τη γραμμή». Και τι λένε, μεταξύ άλλων, οι στίχοι του:

«Θα το γράψει ο τοίχος / Θα το γράψει ο βράχος /  Πως δεν ήταν μόνο / Ενός ανθρώπου λάθος / Θα το πει η σημύδα / Θα το πει κι ο κέδρος / Πως εδώ σκοτώνει / Οπου βρει το κέρδος / Θα το πει η λεβάντα / Θα το πει η μυρσίνη / Πως κυλάει στα μάτια / Η δικαιοσύνη».

Εδώ δεν μιλάει η συγκίνηση αλλά ένας αγνός και ανόθευτος λαϊκισμός, ανάλογος εκείνου που έκαιγε τις καρδιές των εξεγερμένων τα χρόνια του μνημονίου (αυτών που τώρα σφάζονται στα φαιδρά ερείπια του συριζανελισμού). Επειδή για να γραφτούν τα στιχάκια, βγήκαν ακόμα μια φορά τα κλισέ του εξεγερμένου. Το κέρδος, η δικαιοσύνη – εύκολες και φορτισμένες λέξεις, της πάνω και της κάτω πλατείας μαζί.

Ο καλλιτέχνης έχει αποφασίσει – αλλά η λειτουργία των κοινωνιών απαιτεί θεσμούς, όχι την καλλιτεχνική άδεια. Οι θεσμοί θα αποφασίσουν, όχι η στιχουργική του μεσονυκτίου. Η ελληνική Δικαιοσύνη θα δικάσει.

Δουλειά της οποίας δεν είναι να κατακεραυνώνει το σύστημα, ούτε να διαλύει την κοινωνική συνοχή. Το αντίθετο. Η κοινωνική συνοχή ενισχύεται όταν αποδίδεται δικαιοσύνη. Οταν υπάρχουν απαντήσεις.  Και έγκυρες απαντήσεις σημαίνει ταυτόχρονα εντοπισμός όσων ενέχονται, σε όλα τα επίπεδα. Η δουλειά της Δικαιοσύνης αυτή είναι: βάσει των κανόνων που ισχύουν, της έρευνας και όσων ακουστούν στην ακροαματική διαδικασία, η Δικαιοσύνη εντοπίζει φυσικά πρόσωπα, στα οποία θα αποδώσει ευθύνες και θα επιμερίσει  ποινές. Σε συγκεκριμένα πρόσωπα για συγκεκριμένες ευθύνες.

Στις συντεταγμένες κοινωνίες αυτόν τον καταλογισμό δεν τον κάνουν οι τραγουδιστές ούτε οι κομματάρχες ούτε ο όχλος. Κι η Ελλάδα είναι συντεταγμένη κοινωνία.