Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να κυκλοφορούν οι ελληνικές εκδόσεις των μεγάλων διεθνών, γυναικείων κυρίως, περιοδικών. Η διαφημιστική καμπάνια του «Marie Claire» έκλεινε με ένα σλόγκαν που τότε έγινε αυτό που σήμερα λέμε viral. «Η Marie Claire είναι μια γυναίκα με πάθος. Εσείς». Υστερα από κάποια χρόνια σε αυτό το σλόγκαν άλλαξε μια λέξη. «Η Marie Claire είναι μια γυναίκα με πάθος. Εσύ». Σε αυτή τη μικρή αλλαγή αντικατοπτριζόταν μια άλλη, πολύ μεγάλη, που τότε είχε αρχίσει να καταγράφεται – ή μήπως να επιβάλλεται; Η αμεσότητα ανάμεσα στο μέσον και το κοινό. Ο ενικός ως ένδειξη μιας, ας πούμε, διαπροσωπικής σχέσης. Θυμάμαι τους διαφημιστές να λένε τότε ότι αυτός ο ενικός αναβάθμιζε τον καταναλωτή, τον θεατή, τον ακροατή, τον αναγνώστη. Από ένα κομματάκι του πλήθους τον ανήγε σε ανεξάρτητη μονάδα. Και άνοιγε απ’ ευθείας κουβέντα μαζί του.

Αυτή η νοοτροπία, αυτή η μόδα πέρασε πολύ γρήγορα από τη διαφήμιση στη δημοσιογραφία ή, καλύτερα, στη δημόσια γραφή. Υπήρχε άλλωστε ένα πολύ ευνοϊκό περιβάλλον για να ανθίσει. Η ιδιωτική τηλεόραση, το Διαδίκτυο που θέριευε, η αναγωγή των σελέμπριτις σε δημοσιογράφους. «Οικειότητα, παιδιά, οικειότητα. Να νομίζει ο άλλος ότι είσαι μέσα στο σπίτι του. Οτι κάθεσαι στον καναπέ του και τα λέτε» θυμάμαι να φωνάζουν οι αρχισυντάκτες των εκπομπών. Ο σημερινός τίτλος άλλωστε έχει υπάρξει τίτλος εκπομπής. Σοφτ σε σχέση με το «Θεά τον έκανες τον μουσακά», που ήταν επίσης τηλεοπτική εκπομπή.

Ολο αυτό έδειχνε την ανάγκη του κοινού, αλλά και των μέσων, για έναν καινούργιο τρόπο επικοινωνίας που άφηνε πίσω τα επίσημα «κουστούμια» και την ξύλινη γλώσσα. Και ίσως λόγω αυτής της αλλαγής είχαμε, πριν από 20-25 χρόνια, τη μεγάλη έκρηξη των Μέσων Ενημέρωσης σε όλες τις εκδοχές τους. Μέχρι που ήρθαν τα σόσιαλ μίντια και ξαναμοίρασαν την τράπουλα. Και καλλιέργησαν ακόμη περισσότερο αυτή τη νοοτροπία της διαπροσωπικής κουβέντας. Που, σε πολλές περιπτώσεις, αντικατέστησε τον δημοσιογραφικό λόγο. Μην κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις, του έδωσε μία απόχρωση κουτσομπολιού. Πώς μιλάμε με τους φίλους μας όταν βρισκόμαστε για καφέ; Αυτό ακριβώς.

Πάμε παρακάτω. Οι περισσότεροι έχουμε βιώσει την απώλεια ενός νέου δικού μας ανθρώπου, ξέρουμε τι σημαίνει ένας απροσδόκητος, ένας ξαφνικός θάνατος. Και τι κάνουμε μετά το πρώτο σοκ; Αρχίζουμε να συζητάμε για τον νεκρό. Ακόμη και με μικρές δόσεις κουτσομπολιού. Θυμάμαι μια φίλη να μου λέει ότι, μετά τον ξαφνικό θάνατο μιας μητέρας της παρέας, οι φίλοι και οι φίλες του γιου της κατέληξαν να τρώνε τα γεμιστά που είχε ετοιμάσει την προηγούμενη με την κουβέντα, τελικά, να επικεντρώνεται στο αν είναι καλύτερα με ή χωρίς κιμά.

Θα γινόταν αυτό στη δημόσια ανακοίνωση ενός θανάτου; Παλαιότερα όχι, σήμερα ναι. Το είδαμε στις λεπτομέρειες για την κατασκευή του σπιτιού όπου πέθανε ο Τζορτζ Μπάλντοκ. Καταγγείλαμε, εξαγριωθήκαμε και συνεχίσαμε την πορεία μας (και μιλώ και ως επαγγελματίας και ως κοινό) με ήσυχη τη συνείδησή μας, ότι είδαμε, δηλαδή, το λάθος. Ενα λάθος το οποίο όμως όλοι (άντε οι περισσότεροι) καλλιεργήσαμε και, έστω και ανύποπτα, κάποια στιγμή υπηρετήσαμε.

Συναυλίες

Πριν από δέκα μέρες η Αννα Βίσση τίγκαρε το Παναθηναϊκό Στάδιο και μάλιστα, όπως ανακοίνωσαν οι διοργανωτές, έσπασε ρεκόρ με τα 65.000 εισιτήρια που έκοψε. Την περασμένη Παρασκευή το ίδιο στάδιο γέμισε ασφυκτικά στη συναυλία για τα Τέμπη και ακούσαμε ότι κόπηκαν 40.000 εισιτήρια. Πώς είναι δυνατόν ο ίδιος χώρος να γεμίζει και με έναν αριθμό κόσμου και με τα δύο τρίτα του; Ναι, ξέρω, παίζει ρόλο το στήσιμο της εξέδρας. Αλλά απ’ όσο ξέρω η παραγωγή της Βίσση παραχώρησε την εξέδρα της και για τη συναυλία των Τεμπών.

  • Στη συναυλία για τα Τέμπη υψώθηκαν σημαίες της Παλαιστίνης, ακούστηκαν συνθήματα κατά του Ισραήλ, οι καλλιτέχνες φορούσαν καφίγια, η Τάνια Τσανακλίδου ντύθηκε στα

    παλαιστινιακά χρώματα

  • Ηξερε άραγε κανείς ότι η 20χρονη Εριέττα Μόχλο, η μόνη που δεν βρέθηκε απολύτως τίποτα από το σώμα της, ήταν Εβραία;