Τον ακούσατε τον λογαριασμό; Στα 436 δισεκατομμύρια ευρώ θα φτάσει το κόστος της πράσινης μετάβασης για την Ελλάδα έως το 2050. Τα περισσότερα θα πρέπει να τα βρούμε αυτή τη δεκαετία. Από πού άραγε; Ποιος θα τα πληρώσει; Τι περίεργο αστείο είναι αυτό… «Κλειδί», είπαν οι αρμόδιοι υπουργοί και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος την περασμένη εβδομάδα, θα είναι οι επενδύσεις υψηλής απόδοσης. Ποιας απόδοσης, χωρίς τις γενναίες κρατικές επιδοτήσεις; Σαν αυτές που οδήγησαν μαζικά να δημιουργηθεί μια ολόκληρη γενιά επενδυτών, όπως στα φωτοβολταϊκά; Επενδυτές «κρατικοδίαιτους» της ενέργειας, επενδυτές του «καναπέ» οι οποίοι δημιούργησαν μεν ένα μικρό θαύμα μετάβασης σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά ως αντάλλαγμα θα τους πληρώνουμε με παχυλές ταρίφες για τις επόμενες δεκαετίες. Ούτε καν αυτοί όμως δεν περιλαμβάνονται στη νέα εποχή των αναγκαίων επενδύσεων των 436 δισ. ευρώ. Οι επιδοτήσεις μας τελειώνουν.
Αρα οι αποδόσεις των νέων επενδυτών από πού θα έρθουν, αν δεν προέλθουν από το κράτος; Να υποθέσουμε ότι θα προέλθουν αυτή τη φορά μόνο από τους καταναλωτές; Εμείς θα πληρώσουμε τις επενδύσεις; Εμείς θα πληρώσουμε και τις αποδόσεις; Κοινοτικά χρήματα, ως συνεισφορά σε αυτό το σχέδιο, μόνο τα προγραμματισμένα προβλέπονται, αυτά που ούτως ή άλλως θα έρχονταν στην οικονομία, συν τα προεξοφλημένα από όλους χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Λεφτά δεν μας λέει κανείς από πού θα βρεθούν, αλλά μόλις αρχίσει μια συζήτηση για έργα ενέργειας και πράσινης μετάβασης, αρχίζουν να ακούγονται τεχνικοί όροι που όλοι καταλήγουν σε επιβαρύνσεις των χρηστών. Ολων εμάς των καταναλωτών. Ακούγονται λέξεις όπως η «κοινωνικοποίηση» του έργου, εννοώντας το ποσό που θα πληρώσουμε μέσω των λογαριασμών. Ακούγονται και άλλες όπως το περίφημο WACC (μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου ή αλλιώς η ελάχιστη απόδοση που αναμένεται να κερδίσει μια ενεργειακή επιχείρηση από μια επένδυση), για το οποίο μιλάει όλος ο κόσμος της ενέργειας. Ασφαλής και εξασφαλισμένη κερδοφορία λέγεται, που επίσης οδηγεί σε επιβαρύνσεις μέσω των λογαριασμών που πληρώνουν οι καταναλωτές.
Μα θα σκεφτεί κάποιος, δεν μπορεί, κάπου θα συμμετάσχει και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτή για την ώρα δίνει μόνο κατευθύνσεις. Υποχρεώνει τις χώρες να εφαρμόσουν το target model στον υπολογισμό της τιμής του ρεύματος, ακόμα και σε αυτές που ξέρει ότι θα επιβαρυνθούν καθώς το συγκεκριμένο μοντέλο απευθύνεται σε ώριμες ενεργειακά χώρες με πολλαπλές μεταξύ τους διασυνδέσεις. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, που βρίσκεται στη γωνιά της Ευρώπης, εξαρτάται η τιμή του ρεύματος από κάθε απίθανο λόγο, από το αν θα αυξήσει τη ζήτηση η Ουκρανία, μέχρι αν θα τεθεί εκτός λειτουργίας μια μονάδα στη Βουλγαρία.
Για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα της έλλειψης χρηματοδότησης, στις ΗΠΑ ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός φτάνει περίπου στο 25% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανέρχεται μόλις στο 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Αποτέλεσμα είναι ένα κακώς συντονισμένο σχέδιο ανάπτυξης παντού, προφανώς και στις διασυνδέσεις στον ηλεκτρισμό, καθώς ουδείς ενδιαφέρεται για δαπάνες σε έργα που ξεπερνούν τα σύνορά τους.
Και κάπως έτσι φτάσαμε, ένας σωστός και ευγενής στόχος, όπως η πράσινη μετάβαση ένεκα του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, να αντιμετωπίζεται με καχυποψία και φόβο, τη στιγμή που είναι η μόνη επιλογή προκειμένου να προχωρήσουμε ως χώρα…