Εκλεκτό στέλεχος στα Παιδιά από την Πάτρα. Συνθέτης και ερμηνευτής. Συνέβαλε σε μια απενοχοποίηση του λαϊκού το ’80. Βαθύς γνώστης και άνθρωπος με λαϊκή σοφία. Ο Βαγγέλης Δεληκούρας ξανασυναντά τους παλιούς του φίλους σε ένα μουσικό reunion, ενώ μου αφηγείται σε μια καφετέρια του Αγίου Νικολάου Αχαρνών πώς έγραψε τον περίφημο «Αλέφαντο» (όλα αυτά υπό τα συνθήματα μιας μικρής πορείας για το Παλαιστινιακό και του καχύποπτου βλέμματος ενός ζευγαριού).

Μαζεύεστε πάλι βλέπω στη Σφίγγα στις 2, 9, 16 Νοέμβρη.

Είναι ένα σχέδιο του Χρήστου Παπαδόπουλου που συμμετέχω κι εγώ. Θα είναι και ο Γιώργος Σαρρής από τους Ζιγκ Ζαγκ. Και ο Θοδωρής Παπαδόπουλος από τους Οπισθοδρομικούς. Μαζί η σπουδαία τραγουδίστρια Ευδοκία Ράπτη.

Σηματοδοτήσατε μια εποχή όλοι εσείς;

Αυτό μπορώ να σου πω πως το έζησα από τα μέσα. Το τσιτάτο – αυτό συνηθίζω να λέω – είναι πως εκφράσαμε την κορύφωση του πανηγυριού της Μεταπολίτευσης. Φωτίσαμε κομμάτια του ’60 παραπεταμένα, μπανάλ, με τον τρόπο που τα λάτρεψε και τα γνώρισε μια νεολαία τότε. Και ξανασυνδέθηκε ένα νήμα με ένα χαμένο ρεπερτόριο. Το ότι αγαπήθηκαν και με τον δικό μας φωτισμό είναι μια συμβολή.

Ο δικός σας τρόπος εξυπηρετούσε μια ανάγκη εκείνη την εποχή του ’80;

Επρεπε κάποιος να πει πως ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Οι ορχήστρες τότε παίζανε με έναν τρόπο μη ελκυστικό. Εμείς ως Παιδιά από την Πάτρα δεν επανεκτελέσαμε ήδη σουξέ.

Η δική σας μύηση στο λαϊκό αυτό ρεπερτόριο;

Τα πρώτα ακούσματα τα παιδικά μου ήταν Beatles, Αlbano, Adamo, πολύ Μίκη λόγω οικογένειας. Σιγά-σιγά μπαίνω στο εμπορικό ρεπερτόριο που παίζανε οι σταθμοί το ’70 κι ένα σουξέ που με δόνησε ήταν το «Δεν καταλαβαίνω τίποτα» του Κοινούση. Σπουδαίος καλλιτέχνης και τραγουδιστής. Κι έρχεται σιγά-σιγά μια επαναφορά του ρεμπέτικου κυρίως με το Τρίτο Πρόγραμμα του Χατζιδάκι. Στα 19 μου, ως φοιτητής στο Πολυτεχνείο Πάτρας, έπαιξα κιθάρα με Καλφόπουλο, Μπαγιαντέρα και Κερομύτη. Προτού συναντηθώ και παίξω στο «πανεπιστήμιο» του τεράστιου Μπάμπη Γκολέ στην μπουάτ Κατώι στη Γεροκωστοπούλου. Μας μύησε σε έναν ωκεανό ρεπερτορίου πέραν των πεπατημένων. Απογειωτικός τρόπος. Να τραγουδάς και να τσαλακώνεσαι. Τεράστιο σχολείο ο Μπάμπης. Επαιξε ρόλο αυτό το τεράστιο λίκνο και η ντελιριακή αποδοχή. Συν η αίσθηση της ελευθερίας της Μεταπολίτευσης.

Πότε μπαίνετε στο Πανεπιστήμιο;

Το 1974 μπαίνω στο Πολυτεχνείο. Σιγά-σιγά ανακαλύπτω το ρεπερτόριο του ’60. Τότε σταμπιλάρω το όραμα για ένα συγκρότημα που θα παίζει αυτά τα κομμάτια αλλά με έναν άλλο τρόπο. Την πρώτη παραγωγή στο label των αδελφών Φαληρέα μάς την πλήρωσε ο Στέφανος Οικονόμου απ’ το Χάραμα Πάτρας το 1983 – η ηχογράφηση έγινε το καλοκαίρι. Ο τίτλος ήταν «Αφιερωμένο εξαιρετικά» και όλα τα τραγούδια επανεκτελέσεις. Κάνει τεράστιες πωλήσεις. Κάνουμε συναυλία στον Λυκαβηττό με το «Ντέφι» με άλλους συναδέλφους. Και καπάκι ο Ελληνιάδης μας κάνει Λυκαβηττό μόνους μας. Και ήδη το 1984 ακούς παντού τα δώδεκα κομμάτια του δίσκου. Σε μπαρ, προποτζίδικα, σουβλατζίδικα, στην Ομόνοια. Αυτά που τώρα είναι πασίγνωστα – «Δεν σε λησμονώ», «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός» κ.ά. – ήταν σαν νέα σουξέ τότε. Δεν τα ξέρανε. Η βασική ομάδα ήταν: Χρήστος Παπαδόπουλος, Λάμπρος Καρελλάς, Αργύρης Παπαγεωργίου, εγώ και ο μπουζουξής Παναγιώτης Μανωλάκος – ο μόνος μη φοιτητής – που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην τονική ακρίβεια και στον ήχο που βγάλαμε. Γρήγορα γεννήθηκε η ιδέα για δικά μας τραγούδια. Το όραμά μου ήταν να λειτουργούν απολαυστικά σαν αυτά του ’60 αλλά να έχουν και ένα πιο σύγχρονο ύφος. Διασταλτικά το κάνει σήμερα ο Φοίβος Δεληβοριάς. Είμαι θαυμαστής του. Γράφω-ουμε: «Πίκρανες τον φαντάρο», «Πίνω μπίρες», «Αλέφαντος», «Ορχομενός» κ.ά.

Πείτε μας για τον «Αλέφαντο».

Είναι απόλυτα συγκεκριμένη η αφορμή για να γράψω το τραγούδι του Αλέφαντου, μουσική-στίχοι δικοί μου και η εισαγωγή του Χρήστου Παπαδόπουλου. Υπάρχουν αφορμές, αλλά υπάρχει και αυτό που μας καίει προσωπικά μέσα μας. Μια καθώς πρέπει επίθεση σε έναν λαϊκό άνθρωπο που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Τότε ο Αλέφαντος είχε υπάρξει προπονητής στον ΟΦΗ – δεύτερη φορά. Αρχίζει μια επίθεση στον Νίκο και απαντάει με μια συγκινητική επιστολή στον Τύπο. Ηταν πιο αθώα τότε όλα, αν και αδικίες γίνονταν. Θα μου πεις, μιλάς τώρα που γίνονται θηριωδίες γύρω μας και υπάρχει τεράστιο θέμα ανισοτήτων και αδικίας;

Πώς είναι να γράφετε τέτοια κομμάτια σε μια εποχή που ήταν έντονα ακόμη πολιτική;

Υπάρχει και το γλέντι. Εγώ λατρεύω και έπαιζα Μίκη. Ξέρω απ’ έξω τον Επιτάφιο. Η ελληνική μουσική με την ευρεία έννοια – και οι μουσικές κλίμακές της –  έχει την ιδιότητα μέσα από βαθύ πόνο να σε κάνει να στέκεσαι στα πόδια σου. Δεν δέχομαι εγώ ζωή χωρίς χαρά.

Σε ποια κέντρα εμφανίζεστε τότε;

Σε ένα όλο κι όλο: Του παλιού Τζίμη του Χοντρού με διάφορες ονομασίες, όπως Αχαρνών 77 (που είναι και ο δίσκος μας το 1985). Φοβερά τιμητικό να είσαι εκεί. Ως συμβολισμό να πω πως το κέντρο έγινε πάρκινγκ, όπως και άλλα. Πώς η Αθήνα από κυψέλη πολιτών γίνεται κέντρο διερχομένων. Μια φάση στην επανένωση δουλέψαμε στο Νοκτούρνου και μετά στο Επειγόντως του Βασίλη Σαλούστρου, στη Χαιρωνείας στην Κυψέλη, κι αυτό πάρκινγκ μηχανών έγινε.

Σουξέ τι είναι; Αυτό που αγαπάει ο κόσμος ή αυτό που τον αναγκάζουν να ακούει συνέχεια;

Εδώ έχει γίνει παρανόηση. Να σου πω έναν ορισμό μου; Καμία προφανής ορθολογιστική διαδικασία δεν μπορεί να προδικάσει μια λαϊκή επιτυχία. Σουξέ είναι αυτό που σου αρέσει με την πρώτη αλλά δεν μπορείς να το επαναλάβεις.

Σήμερα;

Εχουν κλείσει όλες οι χαραμάδες. Σκληρές play list. Αυτό είναι εγκληματικό. Γίνονται σπουδαία πράγματα σήμερα, αλλά η διάχυση είναι κλειστή. Για να ακούσεις, να ασχοληθείς απαιτείται ελεύθερος χρόνος. Ενα αριστερό κόμμα έπρεπε αυτό να διεκδικεί. Τώρα όλοι λένε «καλή συνέχεια».