Μερικές από τις πιο έγκριτες νομικές φωνές της χώρας δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν «ιστορική» την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που απέρριψε την αγωγή του Γρηγόρη Δημητριάδη κατά της «Εφημερίδας των Συντακτών», των Reporters United και του δημοσιογράφου και θύματος των υποκλοπών Θανάση Κουκάκη, με αφορμή δημοσιεύματα και αναρτήσεις για την υπόθεση των υποκλοπών με παράνομο λογισμικό Predator.

Η αποτίμηση βασίζεται, συνοπτικά, σε δύο σημεία:

Το πρώτο είναι ότι η απόφαση αυτή ενσωματώνει πλήρως την πιο σύγχρονη ερμηνεία του Συντάγματος αλλά και το πνεύμα και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για την ελευθερία της έκφρασης και του δημοσιογραφικού λόγου, σε συνάρτηση με τον έλεγχο του δημόσιου συμφέροντος.

Συγκεκριμένα, δε, το δικαστήριο, επικαλούμενο και πάλι το ΕΔΔΑ, έδωσε μια σαφή και περιεκτική απάντηση στους ισχυρισμούς του ενάγοντος περί συκοφαντίας και εξύβρισης, η οποία είναι και ορισμός γενικής χρήσης: «…Συνεπώς, η κατάφαση ειδικού σκοπού εξύβρισης απαιτεί να καταγνωστεί άσκοπη προσωπική επίθεση ή προσβολή κατά του ενάγοντος, η οποία να εκφεύγει των σκοπών και πορισμάτων του δημοσιεύματος, ως έκφραση καταφρόνησης προς το συγκεκριμένο πρόσωπο χωρίς άλλη τεκμηρίωση, ώστε να μην μπορεί να χαρακτηριστεί αξιολογική κρίση, οι χαρακτηρισμοί δε που θα χρησιμοποιηθούν κατά ενός δημόσιου προσώπου πρέπει να είναι τόσο ακραίοι, που δεν θα μπορούν να γίνουν ανεκτοί ούτε καν στο απώτερο όριο ανοχής που τίθεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα».

Αγωγές SLAPP

Σημειώνεται δε ότι κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ «ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων σε µία δίκη περί δυσφήμησης δεν συνίσταται στο να υποδείξουν στον δημοσιογράφο το αυστηρό ελάχιστο των εκφράσεων και χαρακτηρισμών που μπορεί να χρησιμοποιεί όταν ασκεί, µέσα στα πλαίσια του επαγγέλματός του».

Ως συνέχεια του παραπάνω, πρόκειται για μια «απόφαση αναφοράς» ή «αρχής» (κατά το νομικό λανγκάζ) για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, που δύναται να λειτουργήσει ως οδηγός για παρόμοιες μελλοντικές υποθέσεις, ειδικά στις περιπτώσεις που ορίζονται ως καταχρηστικές στρατηγικές αγωγές. Δηλαδή ως SLAPP, κατά το αγγλικό ακρωνύμιο. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι εκκρεμεί η εκδίκαση αρκετών ακόμη τέτοιων αγωγών που έχει καταθέσει ο Γρηγόρης Δημητριάδης εναντίον ΜΜΕ και δημοσιογράφων.

Το δεύτερο σημείο σημασίας είναι ότι η αγωγή Δημητριάδη απορρίφθηκε για λόγους ουσίας. Και άρα πρόκειται για την πρώτη ήττα του κυβερνητικού αφηγήματος για το σκάνδαλο των υποκλοπών από τη Δικαιοσύνη. Κατά την εκδίκαση της αγωγής, μάλιστα, συζητήθηκαν επί της ουσίας τα ζητήματα που έθιγαν τα επίδικα ρεπορτάζ. Τα οποία, με τη σειρά τους, αποτυπώθηκαν και στο σκεπτικό των δύο δικαστών που πλειοψήφησαν στην απόρριψη της αγωγής.

Συγκεκριμένα, οι δικαστές αναφέρουν ως αληθή τα στοιχεία που παρείχαν τα επίδικα δημοσιεύματα για τη σχέση του ενάγοντος με νομικά και φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται με την πώληση και διακίνηση του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator: «Οπως φαίνεται από το περιεχόμενο του άρθρου, γίνεται μια αναλυτική περιγραφή αληθών επιχειρηματικών μεταβιβάσεων, στη βάση της δημοσιογραφικής έρευνας για τη λειτουργία του λογισμικού Predator στην Ελλάδα. Καθ’ όλη την έκταση του άρθρου καταδεικνύεται η σύνδεση του ενάγοντος με εταιρείες και πρόσωπα που φέρονται (από τη διατύπωση του άρθρου) να εμπλέκονται με την εισαγωγή και τη λειτουργία του λογισμικού, η οποία επισημαίνεται από το σχετικό διάγραμμα που εκκινεί από φωτογραφία του ενάγοντος, συνδέεται με τα ενδιάμεσα φυσικά και νομικά πρόσωπα και καταλήγει στην εταιρεία Intellexa που αναγνωρίζεται ως αυτή που εμπορεύεται το λογισμικό Predator».

Ασυμβίβαστο

Εθίγη επίσης και το ουσιώδες ζήτημα του αν η δραστηριότητα που είχε ο κ. Δημητριάδης την εποχή που ήταν ήδη διορισμένος στο Μέγαρο Μαξίμου καλυπτόταν από τη διάταξη για το ασυμβίβαστο που περιελάμβανε ο νόμος για το επιτελικό κράτος. Υπενθυμίζεται ότι, όπως περιγραφόταν και σε υλικό της δικογραφίας του Αρείου Πάγου, ο Δημητριάδης, την περίοδο εκείνη, είχε συστήσει την εταιρεία Eledyn και μέσω αυτής είχε αγοράσει έναντι 1.000 ευρώ την εταιρεία Canalis, την οποία μετά πούλησε έναντι 166.000 ευρώ στον επιχειρηματία Κωνσταντίνο Μπαζιώτη που μέσω συγγενικών προσώπων του συνδέεται με τον Φέλιξ Μπίτζιο.

«Ο ενάγων είχε ζητήσει την άποψη της προϊσταμένης του Γραφείου Διοίκησης και Οργάνωσης της Προεδρίας της Κυβέρνησης Ελένης Σχινά, η οποία στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 7064/28.11.2019 έγγραφό της αναφέρει ότι, κατά την άποψη της Υπηρεσίας, δεν συνιστά άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, καθώς πρόκειται για κατοχή εταιρικών μεριδίων και όχι για συμμετοχή με οποιονδήποτε τρόπο στη διοίκηση της εταιρείας. Ωστόσο, ασχέτως με τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι η συγκεκριμένη υπάλληλος δεν έχει νομικές γνώσεις, καθώς υπογράφει το παραπάνω έγγραφο ως προϊσταμένη της Υπηρεσίας και όχι ως νομικός, δεν προκύπτει κάποια ιδιαίτερη νομική τεκμηρίωση που οδηγεί στο παραπάνω συμπέρασμα. Περαιτέρω, ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει τη δικηγορική του ιδιότητα και μάλιστα τη μετεκπαίδευσή του στο Δίκαιο της Ενέργειας, σε συνδυασμό δε με τη θέση που κατείχε και το γεγονός ότι ο Ν. 4622/2019 ήταν πολύ πρόσφατος κατά τον χρόνο που ζήτησε την άποψη της Υπηρεσίας και δεν είχαν προλάβει θεωρία και νομολογία να εκφέρουν την άποψή τους για την εφαρμογή του, είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι η κρίση της Υπηρεσίας δεν είναι επαρκώς εμπεριστατωμένη και ενδεχομένως να δημιουργηθούν αμφιβολίες για τη νομιμότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του».

Κατά τη δικαστική κρίση, «ως προς την επιχειρηματική δραστηριότητα του ενάγοντος δεν αποδείχθηκε το ψευδές των ισχυρισμών στο επίδικο άρθρο, χωρίς να απαιτείται από τη δημοσιογραφική έρευνα να φτάνει μέχρι την απόδειξη συνδρομής των προϋποθέσεων “άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου” πριν από τη δημοσίευση της είδησης».