Ολο λέω να μην ασχοληθώ με τα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν με αφήνουν ν’ αγιάσω. Οσα γίνονται στην Κουμουνδούρου ξεφεύγουν πλέον από την αρένα της πολιτικής, είναι αντικείμενο κοινωνικής και συμπεριφορικής μελέτης. Βλέπω τις σκηνές που εκτυλίχθηκαν εκεί το περασμένο Σάββατο και μόνο στα «Παρατράγουδα» της Πάνια μπορώ να κάνω αναγωγές. Παράλληλα όμως αποκωδικοποιούνται και όλα όσα ζήσαμε σε αυτή τη χώρα από την εποχή των Αγανακτισμένων και μετά. Δεν είναι το μίσος εναντίον όποιου θεωρούν «απέναντι», ούτε καν η αγοραία έκφρασή του. Δεν είναι ούτε η βρισιά που αντικατέστησε το πολιτικό σύνθημα. Είναι αυτός ο Μεσσιανισμός ή σχεδόν παγανιστική προσωπολατρεία που έχουν οι συριζαίοι για τον εκάστοτε αρχηγό τους και τους κάνει να συμπεριφέρονται σαν αλαλάζοντες πιστοί μιας θρησκείας ή αίρεσης.

Εβλεπα κάποιες κυρίες μαζεμένες στην είσοδο των γραφείων του ΣΥΡΙΖΑ. Και σκεφτόμουν εκείνη τη σαββατιάτικη διαδρομή τους. Γυναίκες γύρω στα εξήντα που ξύπνησαν το πρωί, ψώνισαν, μαγείρεψαν, οι περισσότερες πήγαν και κομμωτήριο, μπορεί να έκαναν και ρίζα, φόρεσαν ρούχα σε έντονα χρώματα για το τεκνικολόρ της επανάστασης, πέρασαν και το λουρί της τσάντας λοξά – εν είδει κορδέλας σε καλλιστεία – για να τη σιγουρέψουν, ίσως να πήραν α λα μπρατσέτα και τον σύζυγο και πήγαν να διαμαρτυρηθούν για τον αποκλεισμό του Κασσελάκη από την ηγεσία του κόμματος. Δηλαδή να βρίσουν. Ακριβώς όπως έκαναν επί Αγανακτισμένων, στις εκλογές του 2015, στο δημοψήφισμα, στις επόμενες εκλογές, πάντα. Τότε έβλεπαν τον Τσίπρα και νόμιζαν ότι έβλεπαν το φως το αληθινό και του φιλούσαν τα χέρια, τώρα τον μπινελικώνουν διότι τον θεωρούν υπεύθυνο για τον έκπτωτο άγγελό τους, τον Κασσελάκη. Τότε φώναζαν «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73», τώρα φωνάζουν «Κάτω η χούντα της Αριστεράς». Τι σόι κόλλημα είναι αυτό να φαντασιώνονται ότι μάχονται αενάως εναντίον μίας χούντας;

Βέβαια, οι οπαδοί είναι οπαδοί. Από κάποιον εκπαιδεύονται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το κόμμα. Οι μούντζες που υψώθηκαν το Σάββατο έξω από τα γραφεία του κόμματος, οι φωνές, τα ουρανομήκη «ντροπή» κι εκείνα τα «Θα σας τελειώσουμε» που εκστομίζονταν από τις Κασσελίστριες (κυρίως γυναίκες ήταν) είναι η διδαχθείσα ύλη προηγούμενων χρόνων. Και, ως καλοί μαθητές, κράτησαν τις γνώσεις τους. Ποιος θα έλεγε στους Τσιπρίστας της Κουμουνδούρου ότι εκείνο το «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ένα από τα συνθήματα του 2015 που τους έφεραν στην εξουσία, θα εκτοξευόταν εναντίον τους από τους ίδιους τους οπαδούς τους. Με επιπλέον κραυγές περί ομοφοβίας λόγω Κασσελάκη.

Θεωρώ ότι ο Κασσελάκης σε λίγο θα αποτελεί, αν αποτελεί, διακοσμητικό στοιχείο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Κάτι σαν τον Βαρουφάκη ας πούμε. Οι ευκαιριακοί οπαδοί του όμως θα μείνουν. Με την ίδια εχθροπάθεια, τους ίδιους αυτοματισμούς, την ίδια εκφορά λόγου. Και τον ίδιο φανατισμό. Ας ελπίσουμε ότι αποτελούν τα τελευταία παρατράγουδα του αντιμνημονιακού αγώνα.

Ε όχι φορολογία στο φιλοδώρημα

Το θεωρώ άσκοπο, άστοχο και κόντρα σε ένα είδος παράδοσης που διατρέχει όλα τα στρώματα και τις μεταλλάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Μιλάω για τη φορολογία του φιλοδωρήματος, αφού λογίζεται και αυτό ως εισόδημα. Για ποιους; Για νέους ως επί το πλείστον ανθρώπους που λιώνουν όρθιοι επί δωδεκάωρο σερβίροντας σε καφέ και εστιατόρια ή αλωνίζουν την πόλη πάνω στα μηχανάκια ως ντελιβεράδες.

Ναι, να ακούσω αυτούς που λένε ότι το εισόδημα ενός υπαλλήλου – που επίσης μπορεί να είναι πενιχρό – φορολογείται ως το τελευταίο σεντ. Το φιλοδώρημα όμως δεν είναι οικονομική συναλλαγή. Είναι κοινωνικό έθιμο. Είναι το μπαξίσι στα χωριά και σε παλιότερες εποχές, το πουρμπουάρ (που κατά λέξη σημαίνει «για να πιείς») όταν εισέβαλε ο «γαλλισμός» στην ελληνική γλώσσα, το τιπ στα σύγχρονα. Μια κίνηση σεβασμού στον άνθρωπο που μας εξυπηρετεί καταγεγραμμένη στις κουλτούρες όλου του κόσμου. Το επόμενο θα είναι να φορολογήσουν τα κάλαντα και το χαρτζιλίκι που δίνουμε στα παιδιά.

  • Από το περασμένο Σάββατο το «Εμιλι Μπροντέ» είναι, στα συριζαϊκά, βρισιά
  • Το στιγμιότυπο που κάποιος παράγων σχολιάζει τις συγκεντρωμένες

    Κασσελίστριες ως «λέσχη κυριών» και κάποια από

    αυτές φώναζε «Είσαι σεξιστής, μας είπες “Μικρές Κυρίες”.

    Τι είναι εδώ; Εμιλι Μπροντέ;» είναι απολαυστικό

    (εν τω μεταξύ τις «Μικρές Κυρίες» έχει γράψει

    η Λουίζα Μέι Αλκοτ)