Nα είμαστε σοβαροί: τα περί μειοδοσίας λέγονται και γράφονται για λόγους αντιπολιτευτικούς, επικοινωνιακούς, δημοσιογραφικούς, αλλά πάντως όχι ουσιαστικούς. Κανείς σοβαρός άνθρωπος σε αυτή τη χώρα δεν μπορεί να πιστεύει ότι μια κυβέρνηση, σε όποιο κόμμα κι αν ανήκει, σκέπτεται για κάποιον διαστροφικό λόγο να κάνει υποχωρήσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας, να προχωρήσει σε σκοτεινές συναλλαγές  με τον εχθρό, να παραβιάσει κόκκινες γραμμές, να χαρίσει νησιά στους Τούρκους βρε αδερφέ. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο για έναν πολιτικό, έναν δημοσιογράφο ή έναν επιχειρηματία, θα έπρεπε ασφαλώς να επιληφθεί η δικαιοσύνη.

Αυτό που ισχύει είναι ότι για τα λεγόμενα εθνικά θέματα, είτε για τις ελληνοτουρκικές διαφορές και το Κυπριακό είτε για μικρότερης σοβαρότητας ζητήματα όπως το Μακεδονικό, υπήρχαν ανέκαθεν δύο στρατόπεδα, χωρίς πάντοτε σαφή όρια. Το ένα είναι το στρατόπεδο της αδιαλλαξίας. Τα μέλη του απορρίπτουν εξ ορισμού κάθε διάλογο, τον οποίο θεωρούν αδυναμία. Τη διαπραγμάτευση την ταυτίζουν με το παζάρι. Αυτό που προκρίνουν είναι η διατήρηση του «στάτους κβο», έστω κι όταν αποδεικνύεται ότι αυτό λειτουργεί εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, όπως συμβαίνει με το Κυπριακό. Η μόνη στάση την οποία αναγνωρίζουν είναι ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών.

Το άλλο στρατόπεδο είναι εκείνο του ρεαλισμού. Οσοι ανήκουν σε αυτό γνώριζαν, για παράδειγμα, ότι η διένεξη με τα Σκόπια ήταν αστεία και μπορούσε να επιλυθεί, όπως και επιλύθηκε, με καλή διάθεση από τις δύο πλευρές. Γνωρίζουν, επίσης, ότι το Αιγαίο δεν είναι μια ελληνική λίμνη, άρα δεν μπορεί όλα τα ελληνικά νησιά να έχουν πλήρη επήρεια ούτε είναι ρεαλιστικό να επεκταθούν παντού τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια. Αυτό που πιστεύουν είναι ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές πρέπει να λυθούν, ότι ο μόνος τρόπος να λυθούν είναι η προσφυγή στη Χάγη και ότι εκεί δεν θα δικαιωθούν όλες οι απαιτήσεις μας, αλλά ένα μεγάλο τους μέρος. Ο συμβιβασμός δεν ισοδυναμεί γι’ αυτούς με προδοσία, αλλά με εθνική ανάγκη.

Στο πρώτο στρατόπεδο ανήκουν η βαθιά Δεξιά, αρκετά εξέχοντα κυβερνητικά στελέχη κι ένα μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης. Επιφανέστερος εκπρόσωπος του δεύτερου είναι σήμερα ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης. Οπαδός της διαβουλευτικής δημοκρατίας, όπως δηλώνει, πιστεύει στη συζήτηση ως πολιτισμική αξία. Οι δηλώσεις του είναι προσεκτικές, τόσο επειδή δεν θέλει να ξύνει πληγές όσο κι επειδή μερικά πράγματα γίνονται αλλά δεν λέγονται. Και οι επιθέσεις που δέχεται σε καθημερινό επίπεδο από τους φανατικούς αποδεικνύουν ότι πορεύεται σωστά.

Αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξουν και αποτελέσματα. Ο Πρωθυπουργός αντιμετωπίζει φοβικά τους γνωστούς εσωκομματικούς του αντιπάλους, δεν λαμβάνει ελπιδοφόρα μηνύματα από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης και μάλλον προτιμά να πετάξει την καυτή πατάτα στον επόμενο. Εκτός βέβαια αν συνειδητοποιήσει ότι η ανεπάρκειά του σε άλλους τομείς θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από έναν γενναίο επαναπροσδιορισμό της έννοιας του πατριωτισμού.