Την περασμένη Παρασκευή το πρωί, ώρα εννέα ακριβώς, μια νεαρή βουλεύτρια του ΠΑΣΟΚ ακούστηκε να λέει επί λέξει σε μια τηλεοπτική εκπομπή: «Γιορτάσαμε τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση του κόμματος, χωρίς κανένα απών». Ακριβώς: «κανένα απών». Η υπογράμμισή της παρέπεμπε αναμφισβήτητα στην πολυσχολιασμένη απουσία του Κώστα Καραμανλή και του Αντώνη Σαμαρά από τη γιορτή για τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας, ωστόσο το τεράστιο λάθος σε έκανε να αναρωτιέσαι πόσο σημαντικός μπορεί να είναι ένας έπαινος, ή ένα πλεονέκτημα, όταν εκστομίζεται με έναν τόσο εκκωφαντικά, ανάλγητο, σε σχέση με τη γλώσσα, τρόπο.
Δεν μπορεί να ξέρει κανείς πόσοι θα αποσβολώθηκαν στο πλατό ακούγοντάς την, πάντως κανείς δεν επενέβη για να τη διορθώσει, και η νεαρή βουλεύτρια συνέχισε απτόητη τους επαίνους και τους μύδρους της σύμφωνα πάντα με τον αποδέκτη που γι’ αυτόν προορίζονταν τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι. «Μια κουβέντα ήταν, ακούστηκε και ξεχάστηκε, γιατί επιμένετε;», θα αντιτείνει ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος που ανησυχεί και μάλιστα ειλικρινά για όσα δραματικά συμβαίνουν στον τόπο μας αλλά και στον κόσμο ολόκληρο, θεωρώντας ένα γλωσσικό παράπτωμα, που θα μπορούσε και να μην το έχει ακούσει αυτός που το σχολιάζει, ως κάτι αμελητέο.
Επειδή δεν υπάρχει αυτοφυής δραματικότητα, ακόμα και η μεγαλύτερη σε έκταση και σε ένταση, αλλά εκκινεί πάντα από καθημερινές, φαινομενικά αδιάφορες και ουδέτερες συμπεριφορές, και κυρίως από μία χρήση της γλώσσας που, ενώ την αλλοιώνει, τη διαφθείρει και τελικά την ακυρώνει ως όργανο επικοινωνίας, χωρίς όμως τελικά αυτή η διεφθαρμένη και ακυρωμένη γλώσσα να λογαριάζεται ως ένα μη επαρκές μέσον προκειμένου να συνεννοηθούμε. Η απόσταση ωστόσο ανάμεσα στο «κανένα απών» και τη συνεχή αναβολή προκειμένου να υλοποιηθεί ένα επείγον πρόγραμμα για τη βελτίωση στον χώρο της υγείας ή της παιδείας, ή σε οποιονδήποτε άλλο κρίσιμο τομέα της ζωής μας, αν και φαίνεται μια απόσταση απροσμέτρητη, στην ουσία είναι μια απόσταση εντελώς μηδαμινή. Οση ακριβώς εννοεί ο ποιητής Ν.Δ. Καρούζος με τους αριστουργηματικούς του στίχους «Αν βασανίσεις σήμερα μια πεταλούδα / κάπου θα πονέσει αύριο ο πολιτισμός». Η ευχέρεια που μπορεί να αισθάνεσαι μέσα σου, ότι μπορεί να διαπράξεις ένα λάθος, που επειδή δεν θα γίνει αντιληπτό δεν έχει καμιά απολύτως σημασία ή, και αν γίνει, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία μορφή κύρωσης ή κανενός είδους κόστος, συνδέεται απολύτως με την ειλικρίνεια των προθέσεων και την ποιότητα των αποφάσεών σου.
Απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν να εξακολουθεί να παραμένει δύσκολα αντιληπτό το γιατί τα παραπτώματα όταν παρουσιάζονται με έμπρακτη μορφή γίνονται άμεσα και ανερώτητα καταδικαστέα, ενώ τα γλωσσικά παραπτώματα που λογαριάζονται ως απολύτως υπεύθυνα για τα πρώτα, μπορεί να θεωρούνται ακόμα και μηδαμινά. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εμβριθής μελετητής για να αναγνωρίσει τη σχέση της γλώσσας με τις πράξεις ακόμη και αν θα στεκόταν περίσκεπτος ή επιφυλακτικός σε σχέση με τους στίχους της Κικής Δημουλά από το ποίημά της «Ανω τελεία». «Ναι, το έχω ξαναπεί / κι όσο οι λέξεις θα με αφήνουν / ακόμα να μιλώ, θα το υπενθυμίζω / φωναχτά ότι οι λέξεις φταίνε / αν όχι για όλα / πάντως για τα αξεπέραστα». Ή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο όταν, ακούγοντας μια μητέρα στον δρόμο να φοβερίζει τον μικρό της γιο λέγοντάς του πως γυρίζοντας στο σπίτι θα τον κρεμάσει ανάποδα, συμπεραίνει με τους στίχους του: «Γύρισα και είδα τον μικρό / ήταν κιόλας κρεμασμένος». Ακριβώς επειδή ο προφορικός λόγος δεν είναι ποίηση, μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες και αν ακούγεται, ακόμα και ο πιο τυχαίος και συμπτωματικός, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ανεξέλεγκτη παραγωγή λεκτικών κυρίως συνδυασμών που διασφαλίζουν, ή καθιστούν έτοιμο να καταρρεύσει με πάταγο, χωρίς ωστόσο να τον συνειδητοποιούν παρά μόνον ελάχιστοι, το σύνολο του γλωσσικού οικοδομήματος.