Πέντε νέα κρίσιμα ερωτήματα για τον τρόπο και τους λόγους διαρροής της λίστας με τους 554 αστυνομικούς που θα στελεχώσουν τη νέα επίλεκτη υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. για την αντιμετώπιση του «οργανωμένου εγκλήματος», το επονομαζόμενο ελληνικό FBI, προκύπτουν από την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης που αναδείχθηκε από το χθεσινό πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» και έχει προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στο εσωτερικό της ΕΛ.ΑΣ.

Μάλιστα, τελικά, λόγω του θορύβου που προκλήθηκε για «το FBI που αποδείχθηκε σουρωτήρι», όπως χαρακτηρίστηκε, η σχετική έρευνα ανατέθηκε στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., τους επονομαζόμενους «αδιάφθορους», που έχει εξαρθρώσει τα κυκλώματα επίορκων εφοριακών, δημοτικών υπαλλήλων κ.ά. όπως και σημαντικές υποθέσεις διαφθοράς στο εσωτερικό των Σωμάτων Ασφαλείας.

Αγωγές

Στελέχη του αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. υποστήριζαν ότι ζητήθηκε εσωτερική έρευνα της διαρροής από την «πρώτη στιγμή που έγινε αντιληπτή», όμως περιέργως αυτή ανακοινώθηκε μετά το χθεσινό πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της εφημερίδας. Mε την εκπρόσωπο Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντία Δημογλίδου να προχωρά χθες το πρωί σε σχετικές δηλώσεις αναφέροντας ότι ««αυτοί οι άνθρωποι (σ.σ. της νέας υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ.) καλούνται από εδώ και πέρα να διαχειριστούν διάφορες περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος, πολύ επικίνδυνους κακοποιούς. Είναι απαράδεκτη η δημοσιοποίηση». Να τονιστεί μάλιστα ότι έχει εκδηλωθεί πρόθεση από ορισμένους αστυνομικούς της λίστας να προχωρήσουν σε αγωγές για τη δημοσιοποίηση των προσωπικών-υπηρεσιακών δεδομένων.

Η νεοσύστατη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος (ΔΑΟΕ) σκοπεύει να επιφέρει καίρια πλήγματα στους δράστες «συμβολαίων θανάτου», στο λαθρεμπόριο καυσίμων και τσιγάρων, σε συστήματα παράνομων συναλλαγών και ξεπλύματος χρήματος. Η διαρροή της λίστας των αστυνομικών που τη στελεχώνουν υπήρξε το πρωί της Τρίτης σε ιστότοπο με αστυνομικές ειδήσεις που ανήρτησε 5-6 σχετικά έγγραφα.

Το πρώτο ερώτημα αφορά τη διαχείριση των εγγράφων-σημάτων με τις αποσπάσεις των εν λόγω αστυνομικών που είχε συντάξει ο αρμόδιος Κλάδος για τη Διαχείριση Προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. και που τα χαρακτήρισε απλώς ως «εμπιστευτικά». Χωρίς δηλαδή να δώσει τη διαβάθμιση του «απορρήτου» ή «άκρως απορρήτου» λόγω της δράσης και των στοχεύσεων της συγκεκριμένης νεοσύστατης υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ. Δηλαδή να προχωρήσει σε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό του εγγράφου που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην ευρύτατη διανομή του. Σημειώνεται ότι «εμπιστευτικές» χαρακτηρίζονται διαταγές κοινής λήψης για τρέχοντα θέματα που αποστέλλονται σε όλες τις αστυνομικές υπηρεσίες από διάφορους προϊσταμένους.

Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί δεν υπήρξαν στο σχετικό έγγραφο σχετικές επισημάνσεις και αυστηρές εντολές για τον τρόπο διαχείρισής τους και την «κλειστή» ενημέρωση των υπό απόσπαση αστυνομικών. Τα σήματα αυτά είχαν αρχικά αποδέκτες επτά κεντρικές υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. και υπήρξε περαιτέρω διανομή τους σε άλλες κατώτερες υπηρεσίες.

Το τρίτο ερώτημα που τίθεται σχετίζεται με τον λόγο που δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία μεταθέσεων, αποσπάσεων στελεχών της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, αφού ποτέ δεν γνωστοποιείται η ταυτότητα όσων ανήκουν στο έμψυχο δυναμικό της, πέρα από ένα-δύο διευθυντικά στελέχη. Επιπλέον όσοι υπηρετούν στην εν λόγω υπηρεσία δηλώνουν εγγράφως ότι δεν θα δημοσιοποιούν, ακόμη και μετά την αποχώρησή τους, οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με τη δραστηριότητά της και υπάρχει πλήρης στεγανοποίηση των δεδομένων στελέχωσης και δράσης της.

Το τέταρτο ερώτημα αφορά, όπως σημειώνουν αστυνομικοί, «τον λόγο δημοσιοποίησης αυτής της λίστας μετατιθεμένων αστυνομικών. Κι αυτό γιατί σε άλλες περιπτώσεις τέτοιου είδους μεταθέσεων – αποσπάσεων ενστόλων προς υπηρεσίες δευτερης – τρίτης γραμμής, όπως περιφερειακά αστυνομικά τμήματα κ.λπ., εξαιρετικά σπάνια παρουσιάζονται αυτοί οι κατάλογοι στα ΜΜΕ». Επιπλέον οι αστυνομικοί σημειώνουν ότι μπορεί να αφαιρέθηκε η σχετική ανάρτηση, όμως πλέον πολλοί εξακολουθούν να έχουν την εν λόγω λίστα και να προχωρούν σε ευρύτερη ενημέρωση περισσότερων προσώπων.

Το πέμπτο ερώτημα αφορά την ύπαρξη δυνατότητας τελικώς εξιχνίασης του τρόπου της συγκεκριμένης διαρροής. Και αυτό γιατί φαίνεται ότι τελικά τα σχετικά σήματα είχαν κοινολογηθεί και περιέλθει σε γνώση εκατοντάδων ή και χιλιάδων αστυνομικών μέσω και άτυπων «ομάδων» που διατηρούν σε διαδικτυακές πλατφόρμες επικοινωνίας (Viber, Whatsap κ.λπ.). Και έτσι είναι εξαιρετικά δύσκολο –κ αι μόνο εάν, υποτίθεται, κατασχεθούν οι συσκευές δεκάδων προσώπων – να βρεθεί η σχετική «άκρη του νήματος».