Καμιά φορά η τύχη κάνει καλά τα πράγματα. Τη μέρα που κέρδισε το Νομπέλ Οικονομίας, ο Ντάρον Ατζέμογλου όχι μόνο βρισκόταν στην Ελλάδα, αλλά βραβευόταν για μια δουλειά που έχει μεγάλη σχέση με όσα συμβαίνουν αυτόν τον καιρό, ευρύτερα αλλά και στην Ελλάδα. Η κεντρική ιδέα του διάσημου βιβλίου «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη», που έγραψε, το 2012, μαζί με τον Τζέιμς Ρόμπινσον, έγκειται στη σημασία που έχουν οι θεσμοί για την ευημερία των χωρών και των λαών. Οι Ατζέμογλου – Ρόμπινσον, μέσα από μεγάλη συγκριτική ανάλυση, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι «εμπεριληπτκοί» (inclusive) θεσμοί, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκονται η προστασία της ιδιοκτησίας, η καινοτομία και η πολιτική συμμετοχή, οδηγούν, ακόμα και χώρες με σχετικές υστερήσεις, σε μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ευημερία από εκείνες στις οποίες «απορριπτικοί» (extractive) θεσμοί δεν ευνοούν ή και απαγορεύουν τη συμμετοχή των πολλών στα κέρδη και στις αποφάσεις. Ακούγεται ταυτολογικό – καλύτερα δημοκρατικοί θεσμοί παρά κλειστοί ορίζοντες – και με εγγενείς αντιφάσεις – πού θα κατέτασσαν άραγε τις ΗΠΑ, ιδίως αν επανεκλεγεί ο Τραμπ; –, έχει όμως μεγάλη σημασία: αυτό που ονομάζουμε «ευημερία» δεν είναι κάτι που υπολογίζεται με μαθηματικούς τύπους, αλλά κάτι που «πατάει» πάνω στα θεμέλια της λαϊκής νομιμοποίησης, της αποδοχής του κράτους δικαίου, της διανομής του πλούτου και της αίσθησης συμμετοχής σε ένα γενικό καλό. Οταν υποχωρούν οι θεσμοί, πληττόμαστε όλοι.
Σκεφτείτε πόσο ταιριάζει με δυο εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα και που, από ορισμένους, θεωρήθηκαν δευτερεύουσας σημασίας. Οσοι προβληματιζόμαστε από την αυτοδιάλυση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την απίσχναση των δημοκρατικών φωνών έναντι της κυβέρνησης δεν το κάνουμε – είναι, τουλάχιστον, η περίπτωσή μου – από μεταχρονολογημένο «συριζαϊσμό» ή από άρνηση της πραγματικότητας. Ο λόγος είναι θεσμικός: χωρίς υπεύθυνη αντιπολίτευση, χωρίς γενικώς αντίβαρα που να μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους, αδυνατίζει ολόκληρο το πολίτευμα, αλλά και η ίδια η κυβέρνηση που αφήνεται – είναι νόμος από τον Αριστοτέλη – στις ευκολίες της και άρα στην κατρακύλα. Εξού η «δίψα» για κάτι που θα καλύψει το δημοκρατικό κενό, κάτι που δεν μπορεί να προέλθει, υπό τις σημερινές συνθήκες, από την αξιωματική αντιπολίτευση και γι’ αυτό οι προσδοκίες στρέφονται στο ενισχυμένο, παρά τη μη ανανέωσή του, ΠΑΣΟΚ. Ούτε οι επισημάνσεις για ορισμένες δικαιοκρατικές παραβιάσεις αποτελούν σκέτη, και αντιπαραγωγική, γκρίνια: ο πρόσφατος χαρακτηρισμός από την Ευρωπαία Συνήγορο του Πολίτη του τρόπου με τον οποίο «συνέδραμαν» οι ελληνικές αρχές τους ναυαγούς της Πύλου – μην ξεχνάμε: πάνω από 600 νεκροί – ως «εκτός ευρωπαϊκού πολιτισμού», ή οι παντοχόθεν αιτιάσεις για αντιθεσμικούς χειρισμούς στην «υπόθεση των υποκλοπών», είναι καμπανάκια ώστε να μην ξεφύγει η δημοκρατία μας, ακόμα και στα «δύσκολα», εκτός κανόνων και ανθρωπισμού.
Η ελληνική περίπτωση συνδέεται απολύτως με την τροπή που έχει πάρει πανευρωπαϊκά το λεγόμενο Μεταναστευτικό: η πολιτική ώθηση εκ μέρους της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την επίνευση, φυσικά, Γερμανίας – Γαλλίας και πολλών άλλων χωρών, ανάμεσα στις οποίες και η δική μας, για δημιουργία μόνιμων «κόμβων επιστροφής μεταναστών» εκτός Ενωσης, δεν συνιστά απλώς πολιτική νίκη πρώτου μεγέθους για τη Μελόνι και τη Λεπέν αλλά κατάλυση της ευρωπαϊκής αυτονομίας. Αλλο οι πρακτικές λύσεις σε πιεστικά προβλήματα και άλλο η υπονόμευση των θεσμών, ιδίως όταν είναι κοινοί και εύθραυστοι. Νομίζω ότι οι Ατζέμογλου – Ρόμπινσον, που τόσο θαυμάζουν την Ευρώπη, δεν θα διαφωνούσαν.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος