Μία νέα σελίδα στη λειτουργία του ανοίγει το Συμβούλιο της Επικρατείας, προσεγγίζοντας όλο και περισσότερο σε πρότυπα ευρωπαϊκά, όπως διαφάνηκε κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου για τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ), υπό τον πρόεδρό του Μιχάλη Πικραμένο.
Το ενδιαφέρον των παρισταμένων στην πρόσφατη Ολομέλεια δικηγόρων, διαδίκων και δημοσιογράφων δεν προσείλκυσε μόνο η, ούτως ή άλλως κομβικής σημασίας, φύση της υπόθεσης που συζητήθηκε, αλλά και αυτή καθαυτήν η διαδικασία της συνεδρίασης του Ανώτατου Δικαστηρίου που εξέπεμψε πολλά και σαφή μηνύματα.
Η εικόνα με τον πρόεδρο του Δικαστηρίου να χρονομετρά με το κινητό του τηλέφωνο τις τοποθετήσεις των πληρεξούσιων δικηγόρων, δίνοντας στον καθένα έξι λεπτά, όπως τους είχε ήδη ενημερώσει, κάθε άλλο παρά συνηθισμένη ήταν για τα δεδομένα της ελληνικής δικαιοσύνης.
Δεν είναι τυχαίο ότι παράγοντας της δίκης σχολίασε πως «η όλη συζήτηση ενώπιον του ΣτΕ παρέπεμπε σε διαδικασία ευρωπαϊκού επιπέδου». Το καλό παράδειγμα δόθηκε πρώτα από έδρας, με τις δύο εισηγήτριες των υποθέσεων, συμβούλους Επικρατείας Μαρία Σωτηροπούλου και Χριστιάνα Μπολόφη, να θέτουν το περίγραμμα της υπόθεσης και να αναπτύσσουν τα σύνθετα νομικά ζητήματα στον πυρήνα τους, χωρίς να παραβιάζουν ούτε κατά ένα λεπτό τον χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους.
Ολοκλήρωση μέσα σε δύο ώρες
Η τήρηση της τυπικής αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστικής αυτής διαδικασίας ακολουθήθηκε στη συνέχεια από τους συνολικά 13 πληρεξούσιους δικηγόρους των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα η συζήτηση που αφορά Δημόσιο, κατασκευαστές, πολεοδομίες, ΟΤΑ και βεβαίως τους ίδιους τους πολίτες που έχουν δώσει προκαταβολές για την αγορά ακινήτων να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε περίπου δύο ώρες, αφού είχε προηγηθεί ουσιαστική και πολύπλευρη συζήτηση της υπόθεσης, με όλες τις διάδικες πλευρές να θέτουν τα επιχειρήματά τους και να απαντούν στις ερωτήσεις.
Ενδεικτικό της πιστής τήρησης της διαδικασίας ήταν το γεγονός πως αν κάποιο από τα διάδικα μέρη εκπροσωπείτο από δύο δικηγόρους, έπειτα από συνεννόηση μπορούσαν να κατανείμουν μεταξύ τους τον χρόνο των 12 λεπτών, που συνολικά τους αναλογούσε, «δανειζόμενος» ο ένας από τον χρόνο του άλλου.
Πριν από την αγόρευση ενός εκάστου των δικηγόρων ο ίδιος ο πρόεδρος τηρούσε με συνέπεια και χωρίς διακρίσεις το χρονοδιάγραμμα ενημερώνοντας τον ενδιαφερόμενο όταν πλησίαζε το… τέλος χρόνου.
Η υποδειγματική αυτή τακτική, που είναι ένα σαφές πρώτο δείγμα γραφής για την προσπάθεια ταχύτερης εκδίκασης υποθέσεων, όπως εκτιμάται, δεν θα ακολουθείται μόνο από την Ολομέλεια, αλλά και από τα Τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τη διαδικασία της χρονομέτρησης των αγορητών να γίνεται στα πρότυπα της Βουλής και άλλων ευρωπαϊκών θεσμών.
Οι ερωτήσεις της έδρας
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην τελευταία Ολομέλεια υπήρξε μία ακόμα καινοτομία, καθώς μετά τις αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων οι ανώτατοι δικαστές έθεσαν από έδρας και προφορικές ερωτήσεις προς τα διάδικα μέρη, κάποιες εκ των οποίων απαντήθηκαν προφορικά, ενώ κάποιες πιο σύνθετες οι δικηγόροι ανέλαβαν να τις απαντήσουν με τα υπομνήματα που θα κατέθεταν τις επόμενες ημέρες, συντρέχοντας και εκείνοι, ως συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης, στην επίλυση των δυσχερών νομικών και πραγματικών θεμάτων.
Ο ίδιος ο πρόεδρος του Δικαστηρίου στο τέλος της δίκης δεν παρέλειψε να εκφράσει την πρόθεση, λόγω και του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος της υπόθεσης, να εκδοθεί η απόφαση το συντομότερο δυνατό, ώστε με την οριστική και αμετάκλητη κρίση του ΣτΕ να λυθεί ο γόρδιος δεσμός αναφορικά με τις διατάξεις του νέου ΝΟΚ.
Τα όσα έγιναν σε δημόσια συνεδρίαση αποτελούν, όπως λένε οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, σαφές μήνυμα από το Ανώτατο Δικαστήριο προς την κοινωνία, ώστε με «σύμμαχο» τη νέα διοικητική δικονομία να κερδηθεί η εδώ και δεκαετίες «μάχη» της Δικαιοσύνης για ταχύτερη απονομή. Ο αντίκτυπος της συγκεκριμένης διαδικασίας σε όλο τον χώρο της Δικαιοσύνης ήταν ιδιαίτερα ηχηρός. Πηγές στην πολιτική – ποινική Δικαιοσύνη δεν παραλείπουν σε συζητήσεις να τονίζουν την ανάγκη του περιορισμού του χρόνου των αγορεύσεων και στις αντίστοιχες διαδικασίες, κυρίως στα δικαστήρια ουσίας.
Σημαντικό στοιχείο στην προσπάθεια του Ανώτατου Δικαστηρίου να ανοίξει αυτή τη νέα σελίδα αποτελεί ο ορισμός με απόφαση της διοικητικής Ολομέλειας ως εκπροσώπου Τύπου για την επόμενη τριετία του παρέδρου του Συμβούλου της Επικρατείας Νίκου Σεκέρογλου με αναπληρώτρια την πάρεδρο Μαρία Γκάνα. Η σημασία ορισμού εκπροσώπων Τύπου υπηρετεί τόσο την ανάγκη υπεύθυνης ενημέρωσης του κοινού επί υποθέσεων μεγάλης σημασίας, πάντα με σεβασμό στον νόμο και στη μυστικότητα των διαδικασιών, όσο και την επικοινωνία του Ανώτατου Δικαστηρίου με την κοινωνία, όχι πλέον μέσω «κύκλων» ή ανώνυμων πληροφοριών, αλλά με αμεσότητα και διαφάνεια, ώστε να γνωρίζει το ευρύ κοινό τον καθημερινό αγώνα των δικαστών, τα προβλήματα που ταλανίζουν τη διοικητική Δικαιοσύνη και τις προσπάθειες που καταβάλλονται για να ξεπεραστούν στον δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον.