Είναι αξιοθαύμαστο πόσοι μύθοι πλέκονται γύρω από το Nομπέλ. Το Nομπέλ Λογοτεχνίας εννοώ, αυτό παθιάζει την απανταχού κοινή γνώμη. Τα υπόλοιπα, των θετικών επιστημών, κρίνονται από τους επαΐοντες. Το δε Ειρήνης ανέκαθεν ίσως λογιζόταν απότοκο της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας – διόλου τυχαίο που ο Τσόρτσιλ προτίμησε να τιμηθεί ως συγγραφέας της «Ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου» και όχι σαν «Πατέρας της Νίκης».
Μόνο αναμφισβήτητο είναι ότι το Nομπέλ Λογοτεχνίας απονέμεται από τη Σουηδική Ακαδημία. Συνεδριάζει άραγε σε ολομέλεια ή αναθέτει σε κάποια επιτροπή να της υποδείξει τον εκλεκτό; Εχω ακούσει από σοβαρή πηγή ότι μια χούφτα άνθρωποι ξεσκαρτάρουν επί έναν ολόκληρο χρόνο τις άτυπες υποψηφιότητες. Τους φαντάζομαι να διαβάζουν τις μέρες μανιωδώς, να συναντιούνται τα βράδια μπροστά σε κάποιο τζάκι, να ξεσπάει «brain storming», καταιγίδα ιδεών, ενώ έξω μαίνονται οι σκανδιναβικές χιονοθύελλες.
Το τι στα αλήθεια διαμείβεται εμείς το πληροφορούμαστε αποσπασματικά, με την παρέλευση δύο γενεών. Ετσι μάθαμε σχετικά πρόσφατα ότι ο Γιώργος Σεφέρης κονταροχτυπιόταν το 1963 με τον Πάμπλο Νερούντα. Επικράτησε τελικά ο Ελληνας, ήρθε όμως και η σειρά του μεγάλου Χιλιανού δέκα χρόνια μετά. Οχι πως ο πνευματικός κόσμος της πατρίδας μας πανηγύρισε τότε την τιμή που επιφυλάχθηκε στον Σεφέρη. Μετρημένοι στα δάχτυλα όσοι τον υποδέχθηκαν στο αεροδρόμιο όταν επέστρεψε από τη Στοκχόλμη. Απείρως περισσότεροι εκείνοι που ξίνισαν ή τον γλωσσόφαγαν επινοώντας μέχρι και θεωρίες συνωμοσίας. Ο εξαιρετικός κατά τα άλλα Κώστας Βάρναλης δήλωσε ορθά κοφτά ότι η Ελλάδα τιμήθηκε στο πρόσωπο του Σεφέρη ως χώρα αντιδραστική και φασιστική. Θα χαιρόταν εάν είχε προφτάσει να το πάρει ο Νίκος Καζαντζάκης; Και ο Καζαντζάκης κατά τη μακρά πορεία του είχε αλλάξει επανειλημμένα πολιτικές θέσεις, απείχε από το να είναι αταλάντευτα ταγμένος στα σοσιαλιστικά ιδανικά…
Ας έρθουμε στο σήμερα. Φτάσαμε πράγματι κοντά στο να τριτώσει το καλό στο πρόσωπο της Ερσης Σωτηροπούλου; Κανένας δεν μπορεί να ξέρει. Γραφεία στοιχημάτων της έδιναν καλές πιθανότητες – τι ενδείξεις άραγε να είχαν; Γεγονός είναι ότι σημαντικοί και κοσμαγάπητοι λογοτέχνες βλέπουν το όνομά τους επί δεκαετίες στα φαβορί και τελικά φεύγουν από τη ζωή χωρίς να ανακηρυχθούν νομπελίστες. Ο Μίλαν Κούντερα, ο Φίλιπ Ροθ… Πιθανόν η μεγάλη δημοφιλία να λειτουργεί ενίοτε και ως μειονέκτημα. Να προτιμούν οι Σουηδοί να συστήνουν, βραβεύοντάς τον, κάποιον που ενώ το αξίζει δεν έχει έως τότε κινήσει έντονο διεθνές ενδιαφέρον. Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, η Ολγκα Τοκάρτσουκ αποτελούν τέτοιες περιπτώσεις. Γιατί όχι και η Ερση Σωτηροπούλου, της οποίας η συγγραφική φωνή και πρωτοτυπία διαθέτει και βάθος; Ο εκλεκτός του 2021, για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα υπερέχει;
Τι θα συνέβαινε εάν κέρδιζε η Ερση το Νομπέλ; Ορισμένοι θα ένιωθαν δέος, θα την ανακήρυσσαν μητέρα του έθνους, θα την πρότειναν ίσως και για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μη γνωρίζοντας το εντελώς αντισυμβατικό ταμπεραμέντο της. Αλλοι θα δυσανασχετούσαν στα μουλωχτά – «γιατί η Σωτηροπούλου και όχι ο τάδε ή ο δείνα;». Το ερώτημα πάντα στέκει εφόσον η επίδοση δεν είναι αντικειμενικά μετρήσιμη. Γιατί ο Ελύτης και όχι ο Ρίτσος ή ο Βασιλικός ή ο Ταχτσής θα απορούσε πιθανόν κάποιος, καλόπιστα, το 1979. Θα υπήρχε ασφαλώς μια τρίτη μερίδα, των ηλιθίων, που τόσο θορυβωδώς εκφράζεται στην εποχή των σόσιαλ μίντια. «Ποια είναι αυτή, αφού εγώ δεν την ξέρω;» θα απορούσαν με το θράσος της ασχετοσύνης τους. Σάμπως η Ερση να όφειλε να τους υποβάλει τα διαπιστευτήριά της, πριν διεκδικήσει τον κότινο.
Ποιος θα ωφελούνταν εάν μας ερχόταν ένα τρίτο Νομπέλ Λογοτεχνίας; Η Ελλάδα. Ξεφεύγοντας από τα στερεότυπα των ’60ς, θα συστηνόταν ως μία κοινωνία που αγωνιά με τις σημερινές πανανθρώπινες αγωνίες. Οσο για την Ερση Σωτηροπούλου, θα εξέφραζε ιδιαιτέρως – πιθανολογώ – το ίδιο με τον Ελύτη παράπονο. «Τι σήμανε για μένα το βραβείο; Εναν χρόνο από τη ζωή μου ξοδεμένο σε φιέστες»…