Η Ελλάδα ήταν μια οικονομία που μέχρι και πριν από μερικά χρόνια κινούνταν σχεδόν αποκλειστικά με μετρητά. Το τι συνέβη πριν από μια δεκαετία και αυτό άλλαξε, τη στιγμή που πριν από την είσοδο της χώρας στο ευρώ οι πολλές τότε εμπορικές τράπεζες που υπήρχαν προσπαθούσαν να πείσουν τους πολίτες στη χρήση κάρτας και δεν τα κατάφερναν, είναι γνωστό. Το καλοκαίρι του 2015 ο Γιάννης Βαρουφάκης και ο υπόλοιπος τότε ΣΥΡΙΖΑ… πέτυχε μια μεγάλη μεταρρύθμιση μέσω του κλεισίματος των τραπεζών και μια ολόκληρη χώρα στράφηκε αποκλειστικά στη χρήση καρτών, προκειμένου να συνεχίσει τις συναλλαγές της. Ηταν η εποχή που στη νέα πραγματικότητα προσαρμόστηκαν, ακόμα και οι «ορκισμένοι» οπαδοί των μετρητών, οι συμπολίτες μας μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν σε ακραίες συνθήκες. Μεγαλύτερη… καμπάνια από αυτήν που έγινε τις δύσκολες εκείνες μέρες, δεν θα μπορούσε να γίνει και να έχει πετύχει τόσο καλά αποτελέσματα  Ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στις συναλλαγές έδωσε μια άλλη σκληρή εποχή, αυτή της πανδημίας, όπου πλέον οι ανέπαφες πληρωμές έγιναν μέσο προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκε μια «σκληρή» μάζα οπαδών του πλαστικού χρήματος, της χρεωστικής κυρίως κάρτας, δεδομένου ότι την πιστωτική είχαμε προλάβει να τη δυσφημίσουμε μέσω της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, τη δεκαετία του 2000.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ από το 2015 μέχρι σήμερα ο αριθμός των συναλλαγών με κάρτες αυξήθηκε πάνω από 20 φορές, ενώ η αξία τους έχει εκτιναχθεί πάνω από 9 φορές. Ποια ήταν η τελική κίνηση, που αν και αυτονόητη καθυστέρησε μερικά χρόνια; Να διασυνδεθούν τα τερματικά pos με τις εφορίες και αυτόματα χωρίς τη δυνατότητα πολλών συζητήσεων, να γίνεται επίσημη «κατάλευκη» οικονομία. Φέτος το καλοκαίρι που ίσχυσε η τόσο απλή διασύνδεση, είχαμε εκτίναξη των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Οι συναλλαγές που έγιναν φέτος στην τουριστική εστίαση και όχι μόνο και για τις οποίες ενημερώθηκαν αυτομάτως οι ελληνικές φορολογικές αρχές, λόγω της διασύνδεσης, έσπασαν κάθε ρεκόρ. Η αίσθηση υπήρχε, η επιβεβαιώση όμως ήρθε μέσω της εκτίναξης των φορολογικών εσόδων, αλλά και των τζίρων των επιχειρήσεων, όπως τους μετράει η Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Οι Ελληνες, κυρίως μισθωτοί εργαζόμενοι με φορολογημένα εισοδήματα κατατεθειμένα σε ελληνικές τράπεζες, πρωτοστατούν. Οσο και αν φαίνεται παράξενο όχι μόνο των γνωστών αγνώστων τελευταίων «εραστών των μετρητών» ελλήνων ελεύθερων επαγγελματιών, αλλά και των ξένων τουριστών. Για κάποιο λόγο που είναι ευθύνη του ελληνικού κράτους να το διερευνήσει, οι ξένοι τουρίστες το πρώτο που μαθαίνουν όταν ετοιμάζονται να επισκεφτούν την Ελλάδα είναι ότι χρειάζεται να έχουν μετρητά πάνω τους. Τους το λένε στα τουριστικά γραφεία, το γράφουν οι τουριστικοί οδηγοί, άγνωστο. Κάπου το μαθαίνουν. Το θέμα είναι ότι οι ίδιοι, που στην Ελλάδα έρχονται φορτωμένοι με μετρητά, στην πατρίδα τους δεν χαλούν ούτε ευρώ χωρίς κάρτα.

Το άλλο θέμα είναι ότι το όφελος από τη διασύνδεση έρχεται σε πρώτη φάση από τον κλάδο της εστίασης, εκεί έγιναν «λευκοί» πολλοί «μαύροι» τζίροι. Αλλά μόνο εκεί. Σε κλάδους όπως τα ταξί και τα κομμωτήρια, υπήρχε όφελος, αλλά μικρότερο. Υπάρχει και μια τρίτη ομάδα επαγγελμάτων που δεν άλλαξε τίποτα. Προτιμούσαν τη «μαύρη», σκιώδη οικονομία πριν από τη διασύνδεση, συνέχισαν το ίδιο τροπάρι και μετά, σημάδι ότι ο πόλεμος για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής δεν κερδίζεται με μια «πιστολιά», αποτελείται από πολλές μικρές μάχες που πρέπει να κερδηθούν, κάθε μία ξεχωριστά…