Είμαι περήφανη για τους Αμερικανούς φίλους μου -είναι η ενσάρκωση, η προσωποποίηση της διαφορετικότητας, της πολυφυλετικότητας, και του ταλέντου:
Η Τζόις – βιολίστρια, φιλόλογος, ψάλτρια σε Ορθόδοξη εκκλησία. Αφροαμερικανή. (Και ο Ρον, ο άντρας της – εκπαιδευτικός, κάμεραμαν. Εβραίος από το Μπρονξ.)
Ο Σολ – βιβλιοθηκονόμος στο Κολούμπια και ερμηνευτής εκκλησιαστικού οργάνου σε πλήθος εκκλησίες της Νέας Υόρκης. Εβραίος, γέννημα-θρέμμα του Κουίνς.
Η Μίριαμ – επιχειρηματίας και κάτοχος Μεταπτυχιακού Θεολογίας. Καθολική και Εβραία. Λάτρης και ευεργέτρια των τεχνών.
Ο Κόνορ – καθηγητής Ιατρικής και κινηματογραφικός παραγωγός. Προτεστάντης με εβραϊκές ρίζες. Στα παιδιά του δεν έχει δώσει καμία θρησκεία – τα αφήνει να επιλέξουν μόνα τους, αλλά τα στέλνει σε κυριακάτικο εβραϊκό σχολείο για να μάθουν εβραϊκά ως ξένη γλώσσα. Κάτοικος Μπρούκλιν.
Η Άσλυ – Βοστονέζα με γονείς Πακιστανούς μετανάστες. Λέκτορας Ψυχολογίας στο Σίτι Κόλλετζ. Μουσουλμάνα.
Ο Νιλ – ενδυματολόγος και κολυμβητής. Γκέι πρώην Μορμόνος από τη Γιούτα. Νυν άθεος.
Η Μέντυ – Καλιφορνέζα με γονείς Βιετναμέζους μετανάστες. Σχεδιάστρια μόδας. Βουδίστρια.
Ο Τζιμ – μαθηματικός και σινεφίλ. Βαπτιστής από τη Νέα Ορλεάνη, κάτοικος Χάρλεμ.
Η Νικόλ – καθηγήτρια Νομικής, με γονείς Αιθίοπες μετανάστες. Ορθόδοξη.
Ο Ματ – χορευτής, με μπαμπά Εβραίο από το Νιου Τζέρσεϋ και μαμά Περουβιανή.
(Η λίστα είναι μακρά ευτυχώς -το χωνευτήρι όπου “τίποτα δεν έλιωσε”, για το οποίο μιλάει ο Τόνι Κούσνερ στο “Άγγελοι στην Αμερική”, εγώ το βλέπω να λειτουργεί.)
Όμως η απόσταση ανάμεσα στους ανεξίθρησκους, πολύχρωμους, πολυτάλαντους φίλους μου και την αμερικανική κυβέρνηση μοιάζει αγεφύρωτη. Γιατί δεν βλέπω τις αρετές των Αμερικανών φίλων μου να αντικατοπρίζονται στις πράξεις των κυβερνώντων των ΗΠΑ; Παλαιότατο το ερώτημα της διακυβέρνησης – έχει φυσικά προσπαθήσει να το απαντήσει ο Πλάτωνας στην “Πολιτεία.” Μια πτυχή του ερωτήματος φωτίζεται και πάλι από τον Πλάτωνα – όχι όμως από την “Πολιτεία” του αλλά από το “Συμπόσιο.” Αφορά το παράδειγμα της σχέσης ΗΠΑ-Ισραήλ.
Έρως άνευ όρων
Η σχέση αυτή μοιάζει με έρωτα – ή με ερωτική φιλία: στηρίζεται στο αξίωμα της άνευ όρων, αδιαπραγμάτευτης στήριξης. “Θα σ’αγαπώ μέχρι θανάτου, θα σ’αγαπώ απεριόριστα, ό,τι κι γίνει, και στην αρρώστια και στην υγεία”, υποσχέθηκαν οι ΗΠΑ στο Ισραήλ. Ό,τι κι αν κάνει ο Ερώμενος (το νεαρότερο μέλος της σχέσης), σε όσες παραβάσεις του Διεθνούς Δικαίου κι αν προβεί, όσα νοσοκομεία κι αν βομβαρδίσει, ο έρωτας είναι αδιαπραγμάτευτος: “άνευ όρων συμμαχία.” Η σχέση είναι τόσο απλή, τόσο ξεκάθαρη που θα ήταν συγκινητική αν δεν ήταν τόσο καταστροφική για τους αμάχους, τις κοινότητες, τις χώρες που τυχαίνει να βρίσκονται στο βεληνεκές του Ερωμένου. Αφού ο Εραστής έχει δεσμευτεί να παρέχει άνευ όρων στήριξη, ο Παις μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. (Βέβαια κανονικά στο πλατωνικό μοντέλο ο Εραστής θα έπρεπε να ελέγχει ηθικώς τις πράξεις του Ερωμένου, να διδάσκει την αρετή.)
Ειδήσεις του τύπου “ο Μπάιντεν θύμωσε που ο Νετανιάχου δεν έκανε το τάδε” ή “η Γουάσινγκτον δυσφόρησε που το Ισραήλ δεν τήρησε το δείνα” δεν είναι παρά ερωτικά καβγαδάκια. Η απόδειξη είναι ότι τίποτα, εδώ και πάνω από έναν χρόνο τώρα, δεν έχει φανεί ικανό να προκαλέσει την παραμικρή ενεργή κίνηση των ΗΠΑ προς κατάπαυση του πυρός. Μπορεί να συγκαλείται Σύνοδος του ΟΗΕ ή κάποιοι να προσφεύγουν στη Χάγη αλλά αφού τα όπλα και τα δολάρια του Εραστή ρέουν άφθονα και αδιάκοπα, τα σχόλια αυτά φαίνονται σχεδόν κωμικά. Ως άνθρωπος του θεάτρου, σιχαίνομαι την έκφραση, αλλά εδώ θα τη χρησιμοποιήσω: πρόκειται για θέατρο. Παίζουν θέατρο ότι “έχουν να μιλήσουν εφτά εβδομάδες.” Μπορεί να κάνει λίγο μούτρα ο ένας στον άλλον, αλλά η φλόγα καίει άσβεστη.
Γράμματα και αριθμοί
Οι αριθμοί δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο: ποιος ορίζει στους πόσους νεκρούς θα πει κάποιος (ποιος;) “φτάνει πια”, ανακωχή τώρα; Αυτή τη στιγμή διαβάζω ότι οι νεκροί Παλαιστίνιοι είναι x χιλιάδες. Αλλά και όταν ήταν x-y, τι σημασία είχε; Και αύριο, που πιθανότατα θα είναι x+y, θα αλλάξει κάτι; Αφού ο έρωτας δεν έχει όριο, δεν υπάρχει και όριο στον αριθμό των νεκρών που να θέσει τέλος στη σύρραξη.
“Καλά, εσύ πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια;”, θα πει κάποιος. “Δεν ήξερες ότι οι υπερδυνάμεις πάντα βομβάρδιζαν χώρες για να διατηρήσουν την επιρροή τους;” Το είχα υπ’όψιν μου, ναι, αλλά τώρα ειδικά αφυπνίζομαι γιατί, αν και κάτοικος Νέας Υόρκης για δεκαεννιά χρόνια, φέτος είναι η πρώτη φορά που έχω δικαίωμα ψήφου. Χτυπάει το ξυπνητήρι της κάλπης.
Οι Αμερικανοί έχουν ένα πράγμα ιερό και δεν μπορείς να τους το θίξεις, θα γίνουν μπουρλότο: τη δημοκρατία τους. Επιπλέον, είναι και εξαίσιοι ρήτορες. Οπότε, ειδικά τώρα την προεκλογική περίοδο, “βομβαρδιζόμαστε” με το πόσο τέλεια είναι η δημοκρατία μας, πόσο περήφανοι είμαστε για αυτήν, και πόσο λυπόμαστε και αγωνιζόμαστε για τα μέρη του κόσμου τα οποία δυστυχώς δεν απολαμβάνουν μια δημοκρατία τόσο υποδειγματική όσο η δική μας.
Εδώ αρχίζει το φιάσκο, αρχίζει η οργή που μόνο σε επανάσταση μπορεί να οδηγήσει: μόλις στη ρητορική της τέλειας δημοκρατίας εισχωρήσει το εύλογο, ταπεινό ερώτημα “Ωραία, και όλα αυτά τα ιδεώδη, δεν ισχύουν για τα παιδιά της Γάζας;”, τότε η ρητορική καταρρέει, γελοιοποιείται. Όταν ερωτηθούν σχετικά, κάποιοι πολιτικοί απαντούν ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν δικαίωμα στην Ελευθερία, την Αξιοπρέπεια, την Ασφάλεια. Αλήθεια; Πώς γίνεται όταν αγορεύεις να ισχυρίζεσαι αυτό αλλά στην πράξη να σκοτώνεις x χιλιάδες αμάχους μέσα σε έναν χρόνο;
Όπως στην τέχνη τα πράγματα αποκτούν νόημα όχι μεμονωμένα αλλά ως μέρος μιας σύνθεσης, χάρη στο μοντάζ (όχι μόνο το κινηματογραφικό αλλά και το εικαστικό, μουσικό, θεατρικό), έτσι και οι ομιλίες περί υψηλών ιδανικών ακούγονται όσο ποτέ κούφιες με φόντο τις επαναλαμβανόμενες εικόνες του συνεχιζόμενου καταστροφικού πολέμου. Οι λέξεις των ιδανικών γκρεμίζονται από τους αριθμούς των νεκρών.
Πολύ θα ήθελα να υποκύψω στην πρόσκληση για “χαρά” – είναι πράγματι υψηλό ιδανικό, κάτι ήξερε ο Μπετόβεν. Όμως είναι δυνατόν να βρει κανείς τη χαρά μέσα στα ατελείωτα πλάνα από βομβαρδισμένα ερείπια και ακρωτηριασμένα παιδιά;