Αφορμή πρώτη: Διάβαζα πριν από μερικές μέρες ένα κείμενο του φίλου και, πλέον, «συγκάτοικου» στα «ΝΕΑ», Γιάννη Παπαδόπουλου. Αναφερόταν σε ένα πάρτι στο κλαμπ Ιλιον Plus στην πλατεία Βικτωρίας με θέμα τις διακοπές στην Ανάφη. Οι διοργανωτές του, ιδιοκτήτες μπαρ στις Μάντρες του κυκλαδίτικου νησιού (που εδώ και κάποια χρόνια έχει γίνει the place to be), προσπάθησαν να αναβιώσαν το κλίμα των διακοπών με μουσικές, ατμόσφαιρα και βίντεο που παραπέμπουν στο αναφιώτικο καλοκαίρι. Και, όπως μεταφέρει αυτήν την αίσθηση ο Γιάννης, μάλλον το κατάφεραν. Χορεύοντας με τραγούδια του Δάκη μέχρι το πρωί και βλέποντας γύρω τους γνωστές φατσούλες που συναντούν στο Κλεισίδι ή στον Ρούκουνα ένιωσαν σαν να ήταν στην Ανάφη.

Αφορμή δεύτερη: Το καλοκαίρι που πέρασε, θέλαμε – δεν θέλαμε, μάθαμε το staycation – από το stay και το vacation. Να μένεις δηλαδή στη βάση σου αλλά να καμώνεσαι ότι είσαι σε διακοπές. Οι φωτογραφίες που συνόδευαν τα σχετικά κείμενα έδειχναν ανθρώπους μέσα στις αστικές κρεβατοκάμαρές τους, με χαβανέζικα πουκάμισα και γύρω γύρω αξεσουάρ θάλασσας. Οι συμβουλές για όσους (την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενοι) θα έκαναν staycation ήταν να αλλάξουν εντελώς τα ωράριά τους, να γεμίσουν τα σπίτια τους δυόσμους και βασιλικούς, να δουν την πόλη τους σαν τουρίστες, να επισκεφτούν τα μνημεία και τα αξιοθέατά της, να πάνε σε μέρη που δεν έχουν ξαναπάει. Να αισθανθούν δηλαδή σαν να ήταν σε διακοπές.

Αφορμή τρίτη: «Εχει η Αγγλία Καλαμάτα;» ρωτούσε τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο ο κινηματογραφικός του γιος στην ταινία «Γαμπρός απ’ το Λονδίνο». Και η Αγγλία μπορεί να μην έχει Καλαμάτα (δεν είμαι σίγουρη βέβαια) αλλά η Κίνα έχει πλέον Σαντορίνη. Ενα κινεζικό resort έγινε η απόλυτη Santo Disneyland. Χτισμένο στα αρχιτεκτονικά πρότυπα του νησιού, είναι ένας λαβύρινθος με ασβεστωμένα οικήματα, σοκάκια, σκαλάκια, μπλε πόρτες και παράθυρα, βουκαμβίλιες, τις χαρακτηριστικές ατομικές πισίνες και, χάρη στο επικλινές του εδάφους του, θέα σε μία φαντασιακή Καλντέρα. Για να μη μιλήσω για τον φραπέ που σερβίρεται. Ο στόχος του κόνσεπτ είναι να αισθανθούν κάποιοι σαν να είναι διακοπές στη Σαντορίνη – με πολύ πιο χαμηλό κόστος.

Εδώ και κάμποσα χρόνια, μία μικρή περιοχή της Ερυθραίας με πολλά μπαρ είχε μετονομαστεί, ατύπως, «νησί» διότι είχε, διακοσμητικά, διαμορφωθεί έτσι ώστε να σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησάκι. Και είναι γνωστό το μεζεδοπωλείο στην Πετρούπολη που επίσης δίνει στον πελάτη την αίσθηση ότι είναι σε νησί.

Μόνο που όλα τα παραπάνω δεν είναι ακριβώς αισθήσεις. Μοιάζουν να καλλιεργούν περισσότερο μία κουλτούρα απαραίτητης και ψυχογόνου μαζικής παραίσθησης.

Μια ζωή σαν ζωή

Πολλά «σαν» στριμώχνονται πλέον στην καθημερινότητα. Και δεν είναι μόνο αυτά που, τυχαία, αναφέρω παραπάνω. Είναι οι αθηναϊκές συναυλίες που μετατρέπονται σε «τοπικά» πανηγύρια, τα μεζεδοπωλεία όπου, μετά τις πρώτες τσικουδιές, ακόμη και αυτοί που δεν έχουν καταγωγή από την Κρήτη μιλάνε κάπως σαν να ήταν Κρητικοί, πρόσφατα διάβασα και για έναν θερινό κινηματογράφο, κάπου στην Αττική, που σε κάνει να αισθάνεσαι σαν να είσαι στην Ιταλία. Μια επιφανειακή αποτίμηση θα τα ονόμαζε όλα αυτά υποκατάστατα ζωής, ειδικά μάλιστα όσον αφορά τους νέους. Θα γινόταν λόγος για συμβιβασμούς και εκχωρήσεις που οι προηγούμενες γενιές δεν αναγκάστηκαν να κάνουν και μπλα μπλα μπλα, για μια επίπλαστη πραγματικότητα. Δεν είμαι σίγουρη ότι είναι ακριβώς έτσι. Αλλωστε στην εποχή μας, τι πιο εύκολο να εγκατασταθεί το placebο ως αυθεντικό και να δημιουργήσει, σε σύντομο διάστημα, μία καινούργια πραγματικότητα.

Εμένα μου μοιάζει περισσότερο σαν ένα παιχνίδι ενηλίκων. Που όπως όλα τα παιχνίδια, δίνουν τη δυνατότητα για μια, έστω και παθητική, απόδραση από τον ρεαλισμό. Και για το ότι έχει γίνει απαραίτητο δεν φταίνε τα «σαν». Ούτε καν εμείς που φαίνεται να τα έχουμε ανάγκη.

  • Ηθελα να το γράψω αλλά δεν έβρισκα την ευκαιρία. Τώρα τη βρήκα
  • Το σαν φιστίκ, το φιστίκι Αιγίνης για τους Σαλονικιούς, δεν έχει σχέση με το μόριο «σαν». Είναι παράφραση του «σαμ φιστίκ» που σημαίνει φιστίκι από τη Συρία