Μπορεί κανείς να διαφωνεί σε όλα με τον Πρωθυπουργό, πρέπει όμως να του αναγνωρίσει ότι το πρόσφατο ξέσπασμά του εναντίον των υπερπατριωτών ήταν απολύτως δικαιολογημένο: άργησε κιόλας. Ο υπερπατριωτισμός, έτσι όπως εκφράζεται από τους εγχώριους εκπροσώπους μιας Ακρας Δεξιάς με γραβάτα ή ταγέρ, είναι ένας άθλιος λαϊκισμός. Το πρόβλημα είναι ότι η χώρα μας, μολονότι τον έχει πληρώσει ποικιλοτρόπως, παραμένει αιχμάλωτη της γοητείας του.
Ολοι αυτοί που μιλάνε για «προδοσίες» κάθε φορά που μια κυβέρνηση ετοιμάζεται να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τη γείτονα Τουρκία έρχονται από τα χρόνια της Μεγάλης Ιδέας και απευθύνονται στο θυμικό διαφόρων που πιστεύουν πως αγαπάς την πατρίδα σου κυρίως αν εύχεσαι να τη δεις να πολεμάει, να υποφέρει και να καταστρέφεται. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι πολεμοκάπηλες ιδέες έχουν πέραση κυρίως σε ηλικιωμένους ανθρώπους ή διάφορους μεσηλίκους, που αφού έβαλαν μέσον για να υπηρετήσουν τη θητεία τους (κι αυτοί και ο κανακάρης τους) κάπου στα σύνορα της πόλης τους, ανακάλυψαν στην πορεία τη γοητεία του ρόλου του υπερπατριώτη στα μονόπρακτα των καφενείων.
Χρόνια τώρα ακούω όλους αυτούς τους εμπόρους εθνικοφροσύνης να μιλάνε για μειοδοσίες και να καταγγέλλουν κάθε προσπάθεια λύσης στα όποια προβλήματα υπάρχουν με τους γείτονες, χωρίς ποτέ τους να ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς θέλουν οι ίδιοι. Διότι δεν είναι απλό να πεις στον κόσμο ότι θέλεις πολέμους και καταστροφές. Ενώ είναι πανεύκολο να κατηγορείς τους άλλους παριστάνοντας τον υπερπατριώτη που ανοίγει την τεράστια αγκαλιά του για να κλάψει σε αυτή όποιος πονάει – και καλά – την πατρίδα. Κανείς δεν πονάει στο μεταξύ τίποτα: ο θόρυβος γίνεται εκ του ασφαλούς. Πάρτε το παράδειγμα του κ. Αντώνη Σαμαρά. Εχει υπάρξει υπουργός Εξωτερικών (και μάλιστα ο νεότερος) και έχει υπάρξει και πρωθυπουργός. Θυμάται κανείς να έκλεισε τα σύνορα; Τον θυμάται κανείς να βγάζει πύρινους λόγους εναντίον της Τουρκίας και της επεκτατικής πολιτικής της όταν συνάντησε τον Ερντογάν; Τον θυμάται κανείς να διεκδικεί την αποχώρηση των Τούρκων από την Κύπρο με κάποιον τρόπο; Μπορεί να τα έχει κάνει όλα αυτά ο άνθρωπος κι απλά να μην υπέπεσαν στην αντίληψή μας, πάντως κανένα θεαματικό αποτέλεσμα δεν παρήγαγε η εξωτερική πολιτική του: δεν βλέπω τίποτα θεαματικό στην ακινησία. Φυσικά ο Σαμαράς λέει τα λιγότερα: στον διαγωνισμό πατριωτικής κορόνας υπάρχουν άλλοι που είναι απλησίαστοι. Αντλούν το θράσος τους κυρίως από την αδυναμία των μη ακροδεξιών να εκφράσουν λογικές διαφωνίες απέναντι σε αυτό το ντελίριο.
Οι δεξιοί μη ακροδεξιοί δεν τολμούν να πουν τίποτα γιατί φοβούνται μην παρεξηγηθεί η στάση τους από το ακροατήριο των ηλικιωμένων. Οι κεντροαριστεροί επίσης προτιμούν τη σιωπή νομίζοντας πως η πατριδοκαπηλία είναι ένα είδος δεξιάς ασθένειας – δεν αποκλείεται να πιστεύουν πως οι κλαίουσες με τα ταγέρ και οι πωλητές αλοιφών κάνουν κακό στον Μητσοτάκη. Ισως και να του κάνουν κακό, αλλά το κακό που κάνουν στη χώρα είναι πολύ μεγαλύτερο. Διότι εξαιτίας και της γενικότερης σιωπής μεγαλώνουμε μια γενιά που πραγματικά πιστεύει πως μια μέρα θα επιτεθούμε στην Τουρκία, θα πάρουμε την Πόλη και θα κρατήσουμε για εμάς όλους τους… υδατάνθρακες που έλεγε κι ο Πάνος Καμμένος, που μειοδοσίες και προδοσίες πρόλαβε και πούλησε κι αυτός.
Ο Μητσοτάκης μίλησε για «Πατριώτες της φακής». Είναι ιντριγκαδόρικος τίτλος κόμματος. Καλύτερος από το Φωνή Λογικής που χρησιμοποιούν οι υμνητές του παραλογισμού και καλύτερος από το Ελληνική Λύση που θυμίζει διαγώνισμα μαθηματικών. Ισως καλύτερο και από το Πολιτική Ανοιξη που κάποτε ακουγόταν σαν πρωτοπορία, αλλά σήμερα είναι passe…