Είναι ξανά της μόδας οι αναλύσεις για την καταστροφή που έρχεται, επειδή διευρύνεται το έλλειμμα στο εμπορικό μας ισοζύγιο. Κάποιοι θυμίζουν με περισπούδαστο τρόπο ότι χρεοκοπήσαμε το 2010 μεταξύ άλλων και για το συγκεκριμένο μας έλλειμμα.
Υπάρχουν κάποιες αλήθειες, αλλά και πολλές υπερβολές σε όλα αυτά. Το ότι είναι πρόβλημα για μια οικονομία οι εισαγωγές της να είναι πολύ υψηλότερες από τις εξαγωγές της, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Επίσης είναι σαφές ότι εξ αυτού του λόγου, η χώρα είχε πρόβλημα και μάλιστα μεγάλο πριν από την κρίση. Δεν χρεοκόπησε όμως επειδή αυξήθηκε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η χώρα χρεοκόπησε γιατί οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του 2000, ειδικά οι τελευταίες, έχασαν τον έλεγχο των δαπανών και δημιούργησαν ένα απίστευτα σπάταλο κράτος, που ακόμα και αν είχαμε τεράστιο πλεόνασμα στο εμπορικό μας ισοζύγιο δεν θα μπορούσαμε να το χρηματοδοτήσουμε.
Σε ό,τι αφορά τα πιο πρόσφατα, πράγματι παρατηρείται μια επιδείνωση στις εξωτερικές μας συναλλαγές φέτος σε σχέση με πέρυσι. Μια απόκλιση που στο οκτάμηνο του έτους φτάνει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Σε απόλυτα μεγέθη «μπαίνουμε μέσα», ως προς το τι πληρώνουμε για εισαγωγές και τι μας πληρώνουν για εξαγωγές, περίπου 7,3 δισ. ευρώ. Εναντι 6,3 δισ. ευρώ το 2023, αλλά και 11 δισ. που ήταν η χρονιά-ρεκόρ αυτής της δεκαετίας, που ήταν το 2022.
Ολα αυτά τα μεγέθη κινούνται υψηλότερα του σημείου συναγερμού για μια υγιή οικονομία. Αλλά από πότε γίναμε μια οικονομία που λύσαμε όλα τα προβλήματά μας και απορούμε που αυτό δεν λύθηκε; Σε κάθε περίπτωση τα ελλείμματα των τελευταίων ετών δεν έχουν καμία σχέση με τις χρονιές πριν από τη χρεοκοπία της χώρας. Καμία απολύτως. Μπορεί η τάση να δείχνει προβληματική, αλλά ακόμα απέχουμε πολύ. Για να γίνει αντιληπτή η διαφορά αρκεί να θυμηθούμε ότι στο οκτάμηνο του 2007 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (περιλαμβάνει εμπορικό ισοζύγιο και ισοζύγιο υπηρεσιών και εισοδημάτων) έφτανε τα 19,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2008 ανέβηκε στα 21,8 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το 2009 κινούνταν στην περιοχή των 16,7 δισ. ευρώ. Σε σχέση με φέτος οι επιδόσεις των ετών πριν από τη χρεοκοπία ήταν δύο και τρεις φορές υψηλότερες.
Το ανησυχητικό που δικαιώνει τους «περισπούδαστους αναλυτές» είναι ότι το έλλειμμα των αγαθών, αφαιρουμένων καυσίμων και πλοίων, κινείται στα επίπεδα εκείνης της δεκαετίας. Εισάγουµε παραπάνω 20 δισ. προϊόντων στο οκτάμηνο σε σχέση με όσα εξάγουμε. Αυτό συμβαίνει τώρα, συνέβαινε και στα τέλη της μοιραίας δεκαετίας. Ποια είναι η διαφορά; Οτι έχουμε χτίσει ένα ισχυρό μαξιλάρι πλεονάσματος στις υπηρεσίες, δηλαδή στον τουρισμό, που είναι αυξημένο στο οκτάμηνο πάνω από 7 δισ. ευρώ σε σχέση με το εν λόγω ισοζύγιο του 2008 ή του 2009. Και μάλιστα αυξάνεται κάθε χρόνο. Τουλάχιστον μέχρι και φέτος. Για του χρόνου ουδείς ορκίζεται τι θα συμβεί. Η τουριστική ζήτηση δείχνει σημάδια κόπωσης και εμείς αντί να ψάχνουμε να βρούμε τρόπους να την «ξεκουράσουμε» λύνοντας τα προβλήματα που υπάρχουν κυρίως σε θέματα υποδομών και οργάνωσης, ασχολούμαστε με τους θεωρητικούς κινδύνους του υπερτουρισμού.
Γενικώς κάνουμε μόνιμα τη λάθος συζήτηση. Εμείς ασχολούμαστε μονίμως πώς θα καταναλώνουμε σε καλές τιμές εισαγόμενα προϊόντα, ενώ θα έπρεπε να μιλάμε για το πώς θα παράγουμε προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές με στόχο τις αγορές του εξωτερικού.