Τα κενά κτίρια του αθηναϊκού κέντρου την τελευταία εικοσαετία συχνά βανδαλίστηκαν από ατάλαντους καλλιτέχνες γκραφίτι. Τα ερείπια της Αθήνας, ρημαγμένοι αποθηκευτικοί χώροι με σκουριασμένους ταμπλάδες στα γυμνά παράθυρά τους, ξεδοντιασμένα αρχοντικά δίχως μαρμάρινους εξώστες, μοντερνιστικά κτίρια γραφείων και πολυκατοικιών, άρχισαν να χάνουν το νόημά τους και να στέκουν σαν κουφάρια, αναζητώντας διασώστες επενδυτές.
Η Αθήνα που τόσο πολύ διαφημίζεται τελευταία και ως χειμερινός τουριστικός προορισμός έχει κάτι κοινό με τις κυρίες που λόγω ηλικιακής ανασφάλειας καταφεύγουν σε κάθε λογής παρεμβατικές ή ενέσιμες θεραπείες για να αναζωογονήσουν το πρόσωπό τους και να εξαλείψουν τα ίχνη του χρόνου από την όψη τους.
Τα παλιά αρχιτεκτονήματα των κεντρικών δρόμων ρίχνουν σοβάδες, γκρεμίζουν εσωτερικούς τοίχους, προσθέτουν μοντέρνες προσόψεις και αλλάζουν χρήση για να μετατραπούν κυρίως σε ξενοδοχειακές μονάδες. Τα παραδείγματα είναι πλέον πολλά και διαφορετικής κλίμακας γύρω από την περιοχή της Ομόνοιας.
Καθώς η μόδα των καιρών προτείνει εκδηλώσεις αποχαιρετισμού με τη μορφή συλλογικών καλλιτεχνικών γεγονότων, στα κτίρια αυτά στήνονται εικαστικές δοξολογίες προκειμένου οι επισκέπτες να επικαλεστούν τη νοσταλγία των προσωπικών τους αναμνήσεων. Αλλά και να νιώσουν δέος για την απώλεια της ύλης, για ό,τι ήταν κάποτε και δεν θα είναι πια. Η εικόνα του ερειπίου δηλώνει κατάρρευση. Ταυτόχρονα διεγείρει και υπενθυμίζει.
Τα ερείπια μας κάνουν να σκεφτόμαστε το παρελθόν που θα μπορούσε να έχει υπάρξει και το μέλλον που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, δελεάζοντάς μας με ουτοπικά όνειρα διαφυγής από το μη αναστρέψιμο του χρόνου. Μια αφορμή ακόμη για να δούμε όχι το έργο τέχνης εντός των ερειπίων αλλά τη ρωγμή στον τοίχο, τις υγρές λειχήνες στις πέτρες, τους μαυρισμένους θαμπούς καθρέφτες.
Αλλά και τους στίχους του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γιτς για την αδυναμία μας να κρατήσουμε την Ομορφιά: «Ολα ήσαν κάποτε υπέροχα, μα τώρα μεγαλώσαμε / Κι απόμειναν τόσο κουρασμένες οι καρδιές / Οσο και εκείνο το κρύο φεγγάρι».