Η υπόθεση του Βασίλη Αμβροσιάδη, του γιατρού που απομακρύνθηκε από τη Γαύδο ύστερα από αίτημα της δημάρχου προς το υπουργείο Υγείας, έχει ήδη πάρει διαστάσεις. Δεν μπορεί λοιπόν να αγνοηθεί, ανεξαρτήτως του ποιος έχει δίκιο σε αυτή την υπόθεση. Και ένα από τα προβλήματα της δημοσιογραφίας, αν όχι της εποχής, είναι ακριβώς αυτό: ότι διαβάζει κανείς διάφορες πλευρές μιας ιστορίας και δεν μπορεί να καταλάβει ποιος έχει δίκιο.
Εκ πρώτης όψεως, ακούγεται εξωφρενικό: ένας παθιασμένος επιστήμονας που δουλεύει εδώ και τρία χρόνια σε ένα ακριτικό νησί εκδιώκεται από τη δήμαρχο επειδή κατήγγειλε δημοσίως ότι το νερό είναι επικίνδυνο. «Ο δυσφημιογράφος γιατρός έχει επιδοθεί μανιωδώς στο να καταστρέψει και να ισοπεδώσει την εικόνα του νησιού μας προς τα έξω, βλάπτοντας ανεπανόρθωτα το πενιχρό τουριστικό μας προϊόν, τον μοναδικό ουσιαστικά οικονομικό πόρο επιβίωσής μας», έγραψε η Λίλιαν Στεφανάκη στον Αδωνι Γεωργιάδη. «Η δήμαρχος προσπαθεί να φιμώσει τη φωνή ενός επιστήμονα και να παραπλανήσει την κοινή γνώμη», απαντά εκείνος.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν κάποιες αντιφάσεις στην εκδοχή της δημάρχου. Πρώτον, επικαλείται το πολύτιμο τουριστικό προϊόν, ενώ έχει αναγνωρίσει σε προηγούμενες τοποθετήσεις της ότι το νερό του νησιού δεν είναι πόσιμο: το στοιχείο αυτό όμως πρέπει να γνωστοποιείται με σαφήνεια στους τουρίστες, Ελληνες και ξένους, όσο πολύ κι αν συγχρωτίζονται, όσο κακό κι αν κάνει αυτή η πληροφορία στον τουρισμό. Διότι η νόσηση εκατοντάδων ανθρώπων από γαστρεντερίτιδα κάνει μεγαλύτερο κακό στην τουριστική εικόνα του νησιού από τις καταγγελίες ενός γιατρού.
Δεύτερον, σχετικά με τις αναλύσεις του Αυγούστου στα μικροβιολογικά εργαστήρια του νοσοκομείου Χανίων και του ΕΟΔΥ, η δήμαρχος αναφέρει στην «τελευταία δημόσια επιστολή» της το αποτέλεσμα (νοροϊός, άρα ιογενής γαστεντερίτιδα, άρα όχι σχέση με κατανάλωση μολυσμένου νερού), αλλά σχετικά με τις αναλύσεις του Οκτωβρίου (που αναφέρουν ότι τα δείγματα νερού δεν πληρούν τις ελάχιστες μικροβιολογικές τιμές λόγω αυξημένης παρουσίας κολοβακτηριδίων) μας παραπέμπει στην ιστοσελίδα του δήμου.
Τρίτον, στην ίδια επιστολή αναρωτιέται διαδοχικά γιατί ο γιατρός «επιλέγει να παραμένει στη Γαύδο και δεν φεύγει» και γιατί «δεν συνεργάζεται μαζί μας για να λύσουμε, όσο και όπως μπορούμε, αυτά τα ζητήματα». Κι αυτό, ενώ στο υστερόγραφο λέει ότι οι δημότες της Γαύδου «γνωρίζουν πράγματα και καταστάσεις στο νησί που κανείς εξ υμών δεν γνωρίζει», ενώ στην επιστολή της προς το υπουργείο μιλούσε για «επανειλημμένως αποδεδειγμένη ανεπάρκεια» του γιατρού.
Μπορεί ο Αμβροσιάδης να είναι πράγματι ανεπαρκής. Μπορεί να είναι εμμονικός, να έχει διογκώσει δηλαδή ένα τυχαίο γεγονός. Μπορεί ακόμη και να θέλει να πλήξει την εικόνα της Γαύδου για να ευνοηθεί ένα ανταγωνιστικό νησί ή επειδή δεν του αρέσουν οι θάλασσές της. Για όλα αυτά, όμως, δεν μπορεί να κυκλοφορούν υπαινιγμοί και υπονοούμενα. Οι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν όλα τα στοιχεία για να κρίνουν.