Το νέο κύμα των δημοσκοπήσεων στην ουσία δείχνει δύο πράγματα: η ΝΔ χάνει κυρίως από τα δεξιά της και το ΠΑΣΟΚ εδραιώνεται στη δεύτερη θέση καταλαμβάνοντας τη θέση που έως πριν από μερικούς μήνες είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει πάει να συναντήσει τη μοίρα του. Για το ΠΑΣΟΚ τα είπαμε και χθες. Υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να απευθυνθεί σε ένα τμήμα του κεντρώου ακροατηρίου που στηρίζει Μητσοτάκη – αλλά σίγουρα όχι με θεατρινισμούς σαν τους χθεσινούς στη Βουλή, με τον Παναγιώτη Δουδωνή στον γνωστό ρόλο του αντιφασίστα πάση θυσία, έστω και εις βάρος της θεσμικής σοβαρότητας του κόμματός του.
Αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης απειλείται κυρίως από τη λαϊκιστική Ακροδεξιά. Εκεί όπου είναι πιθανόν να μετακομίσει ένα τμήμα του παραδοσιακού ακροατηρίου του, επηρεασμένο και από τα μηνύματα που εκπέμπει η πολιτική στάση το τελευταίο διάστημα του Κώστα Καραμανλή και, κυρίως, του Αντώνη Σαμαρά. Η απόδοση, δηλαδή, στον Κυριάκο Μητσοτάκη χαρακτηριστικών αποστασίας από τη δεξιά ατζέντα, την οποία υποτίθεται ότι αυτοί προασπίζουν. Ο Μητσοτάκης, από την πλευρά του, δεν οξύνει την αντιπαράθεση, υπολογίζοντας στην τριετία μέχρι τις επόμενες εκλογές – υπολογίζοντας, δηλαδή, ότι δεν θα χρειαστεί να διαταραχθεί, μάλιστα από προσωπικότητες της συντηρητικής παράταξης, ο κύκλος της πολιτικής ομαλότητας την οποία ο ίδιος διασφάλισε μετά τις εκλογές του 2019, κύκλος που επιβεβαιώθηκε και πέρυσι, με το περίφημο 41%, που έδειξε τη βούληση των πολιτών για ησυχία και για δουλειά.
Η στάση των δύο πρώην πρωθυπουργών, και ιδίως του Σαμαρά, είναι η βασική αιτία του ξυπνήματος της Ακροδεξιάς. Η πρώτη πρόβα έγινε στις αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου ο Μητσοτάκης παρέδωσε στον μεσσήνιο πολιτικό τις επιλογές της Πελοποννήσου – όπου το αποτέλεσμα δεν πρέπει να ικανοποίησε κανέναν. Ηδη, ένας από τους αντιστάρ εκείνης της εποχής, ο αποτυχών δήμαρχος Καμπόσος του Αργους, απέδρα προς τη νέα ελπίδα της Ακροδεξιάς, την Αφροδίτη Λατινοπούλου. Η οποία έχει αρχίσει τον επικοινωνιακό αγώνα όχι μόνο για να κερδίσει ψηφοφόρους από τη βαθιά ΝΔ, αλλά και για να υπερσκελίσει τον ανταγωνιστή της στην Ακροδεξιά, τον επιστολογράφο του Ιησού, Κυριάκο Βελόπουλο. Η Λατινοπούλου δεν είναι πολύ διαφορετική από τον Βελόπουλο σε περιεχόμενο, αλλά πολλοί στη ΝΔ πιστεύουν ότι αυτή θα είναι η πραγματική ακροδεξιά αντίπαλος. Είναι περισσότερο φωτογενής, περισσότερο επικοινωνιακή και ξέρει καλά τα σόσιαλ μίντια. Είναι τενίστρια από παιδί και το 2009 «εισάχθηκε» (όπως έγραφε σε ένα παλιό βιογραφικό) στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Λογικά, αφού εισάχθηκε πρέπει και να εξάχθηκε. Και μάλλον εξάχθηκε το 2017, οπότε άρχισε να κάνει και ραδιόφωνο, ασχολήθηκε με τα ελληνικά μακεδονικά προϊόντα κι έτσι κατάφερε να εισαχθεί στη ΝΔ, να γίνει υποψήφια βουλευτίνα της, κι ύστερα να εξαχθεί ως διαμαρτυρόμενη. Κάπως έτσι, διαμαρτυρόμενη, μάζεψε το κρίσιμο ποσοστό που την έστειλε στην Ευρωβουλή, για να μπορεί πλέον να φωτογραφίζεται πλάι στη Λεπέν. Βελόπουλε, φάε τη σκόνη της.
Η ΝΔ έχει καιρό υποτιμήσει αυτά τα πρόσωπα, θεωρούσε ότι το χαμηλό επίπεδο του πολιτικού λόγου τους τα έκανε ακίνδυνα. Τώρα, έστω κι αν το κόμμα έχει αποφασίσει να αναθεωρήσει, τα πράγματα είναι δυσκολότερα. Η ελληνική Ακροδεξιά αφενός επικαλείται τις ευρωπαϊκές πολιτικές τάσεις, αφετέρου έχει οργανωθεί μέσα στο κυβερνών κόμμα – και θα κάνει εμφανέστερη παρουσία αν υπάρξει μεγαλύτερη κινητικότητα στα λεγόμενα «εθνικά θέματα» και ιδίως στην προοπτική διαπραγμάτευσης των εκκρεμοτήτων στο Αιγαίο με την Τουρκία. Ο λαϊκισμός, ακροδεξιός αυτή τη φορά, ετοιμάζει τη δική του αντεπίθεση.