Φαίνεται μάλλον αδόκιμος ο τίτλος, όταν πρόκειται να χαρακτηρίσεις ένα περιστατικό, ή μάλλον φαινόμενο, απόλυτα οπισθοδρομικό, με την έννοια ότι «ανασταίνει» μια εποχή βαρβαρότητας, σε βαθμό ώστε η λέξη «προοδευτικότης» που συνθέτει τον πλήρη τίτλο να ακούγεται σχεδόν ως υβριστική. Επιλέγεται ωστόσο η λέξη «προοδευτικότης», γιατί το φαινόμενο, όπως καταγγέλλεται, πρόκειται να χρεωθεί σε ανθρώπους, πολιτικούς κατά κύριο λόγο, κατ’ όνομα τουλάχιστον προοδευτικούς. Οσο σκληρές ή χυδαίες και αν είναι οι ύβρεις που ανταλλάσσονται ανάμεσα σε μέλη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα παρέμενε μια υπόθεση χαρακτηριστική ενός «παραλογισμού», που δεν συνέχει μόνον ένα κόμμα, αλλά πλείστους όσους τομείς της νεοελληνικής ζωής, αν δεν συνέτειναν στη δημιουργία δύο κυριολεκτικά αφανιστικών παραμέτρων όσον αφορά την ύπαρξη ενός ακόμη και στοιχειωδώς ανεκτού πολιτικού, κοινωνικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος.

Αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν χείλη που έχουν εκστομίσει λέξεις και φράσεις που, αν τις απηύθυνε κανείς σε ένα οικείο, συγγενικό του πρόσωπο, θα ήταν λόγος οι σχέσεις τους για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους να έχουν γίνει τόσο εχθρικές ώστε να έχουν κόψει ακόμα και την «καλημέρα». Ενώ τώρα, να μην αποκλείουν τη συνεργασία, πάντα «για το καλό της κοινωνίας», και επιπλέον να είναι δυνατόν σαν τα χείλη αυτά να μην έχουν μολυνθεί με τις λέξεις και τις φράσεις που έχουν χρησιμοποιήσει, να μπορούν να εκφέρουν με κύρος πια έναν πολιτικά υψηλόφρονα λόγο. Φράσεις και λέξεις δηλαδή που, αν τους στοίχειωναν, θα ήταν αδύνατον να έχουν βρει θέση μέσα τους και στη συνέχεια να έχουν ανέβει στα χείλη τους, λέξεις και φράσεις που όλοι τις έχουμε διαβάσει και τις έχουμε ακούσει ώστε το να τις επαναλάβεις θίγει πια εσένα που τις καταγγέλλεις. Αντί πολίτες και κόμματα, όλοι μας, να μοιραζόμαστε μια κοινή αγωνία σε σχέση με όσα δραματικά συμβαίνουν στην ανθρωπότητα, έχουν κατορθώσει τα κόμματα, σε συνεργασία βέβαια με τους πολίτες, να μεταβάλλουν την πολιτική σε μια «οικογενειακή υπόθεση» ώστε τσακωνόμενοι ή υβριζόμενοι οι πολιτικοί ανάμεσά τους, να αισθανόμαστε όπως εάν επρόκειτο για μέλη της οικογένειάς μας και ότι η παρέμβασή μας παραμένει αποφασιστικής σημασίας.

Ο,τι χειρότερο δηλαδή, αφού αν και εντελώς ανύπαρκτη η συνδρομή μας στην επίλυση των διαφορών τους ή στον κατευνασμό της διένεξής τους, μας κάνει να εκλαμβάνουμε τους εαυτούς μας ως πρωταγωνιστικά στοιχεία σε μια τελείως ξένη σε σχέση με εμάς υπόθεση. Με αποτέλεσμα ο ηθικός στιγματισμός των πραγματικών πρωταγωνιστών να μας γίνεται ακόμα και αδιάφορος, αφού έχουν κατορθώσει το γεγονός ότι ενώ απλά πληροφορούμαστε τα διαμειβόμενα ανάμεσά τους, να το λογαριάζουμε ως αναγνώριση ενός ρόλου και μάλιστα σημαίνοντος στους απολύτως προσωποπαγείς διαπληκτισμούς τους.

πολιτικοίνα το λογαριάσει κανείς ως μια σατανική τεχνουργία της πολιτικής, σε παγκόσμιο πια επίπεδο, το ενδιαφέρον που προκαλούν οι πολιτικοί εκθέτοντας «τα άπλυτά τους», είτε πρόκειται για «τα άπλυτα» της οικογένειας του Ντόναλντ Τραμπ, είτε πρόκειται για «τα άπλυτα» της οικογένειας του μακαρίτη Σταύρου Νιάρχου, είτε για «τα άπλυτα» της οικογένειας του δικηγόρου Απόστολου Λύτρα, να αφορά σε ένα θέαμα που γίνεται τόσο πιο συναρπαστικό όσο αισθάνεται ο καθένας πως και τα δικά του «άπλυτα» θα μπορούσε να αποτελέσουν θέαμα – όμως ο ίδιος μπορεί να τα λογαριάζει καλά προστατευμένα. Σε μια εποχή – άγνωστο το πόσο θα διαρκέσει, αν και ξέρουμε πότε ξεκίνησε – όπου η δημοσιότητα, η αποκτημένη με οποιονδήποτε τρόπο, συνιστά μια αξία ασυγκρίτως μεγαλύτερης σημασίας σε σχέση με οποιεσδήποτε άλλες – εσωτερικές ή εξωτερικές – αξίες, ακόμα και το πιο συκοφαντούμενο για τους ανθρώπους που το υλοποιούν ξεκατίνιασμα, μπορεί, αν και φαινομενικά συμπτωματικό, να έχει συνειδητά προκληθεί.