Το ερώτημα που διατυπώνεται στον τίτλο μάς απασχολεί συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια. Οχι ότι δεν συνέβαινε και στο παρελθόν αλλά τώρα τίθεται πιο συχνά αφενός διότι η σύγχρονη ατζέντα (και νόμοι) περί συμπερίληψης και κακοποιητικού λόγου έχουν βάλει πιο αυστηρούς όρους και αφετέρου διότι τα Μέσα πλέον είναι πολλά και όλοι, σχεδόν, έχουν πρόσβαση, μπορούν να πουν και να γράψουν το μακρύ και το κοντό τους όπου και όπως θέλουν.
Εφόσον λοιπόν συμφωνούμε στο ότι η σάτιρα είναι τέχνη (σατιρικός καλλιτέχνης λέμε, όχι σατιρικός σκέτος, τύπου Κασσελάκη) βεβαίως και έχει όρια και κανόνες. Μπορεί να μη γίνονται απόλυτα διακριτοί (και αυτό, το να σατιρίζει δηλαδή χωρίς να προσβάλλει, επαφίεται στη μαγκιά του καλλιτέχνη) αλλά πρέπει να ισχύουν, ακριβώς για να προστατεύουν και να διασώζουν τη σπουδαία και δύσκολη τέχνη της σάτιρας. Οτιδήποτε πέρα από αυτό είναι κάτι ανάμεσα σε κράξιμο, κοροϊδία και χυδαιότητα.
Το εξώφυλλο του περιοδικού «Charlie Hebdo» που δείχνει, σε σκίτσο, τη Ζιζέλ Πελικό γυμνή στο κρεβάτι και τριγύρω της γυμνούς άνδρες στη σειρά, με το όργανό τους στο χέρι και μάλιστα με κάποιες λεπτομέρειες που παραπέμπουν σε σκληρό πορνό, δεν είναι σάτιρα. Είναι προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και αν η σάτιρα είναι, θεωρητικά, κριτική με χιούμορ, σε αυτό το αποτρόπαιο σκίτσο δεν μπορώ να διακρίνω ούτε την κριτική ούτε το χιούμορ. Αυτό που διακρίνω είναι ένας χυδαίος κυνισμός που επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στην απεικόνιση, στην πορνογραφική εικόνα, παραβλέποντας το δράμα που υπάρχει ούτε καν πίσω αλλά μπροστά από αυτήν. Οτι τι δηλαδή; Σκέφτηκαν ότι κάποιοι θα γελάσουν βλέποντας τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό μιας ναρκωμένης γυναίκας; Ή το έκαναν μόνο και μόνο για να προκαλέσουν; Τόσο πολύ δηλαδή έχει ανεβεί η αντικειμενική αξία της πρόκλησης; Μέχρι σημείου να σβήνει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη; Διότι, στο συγκεκριμένο σκίτσο, δεν αποσαφηνίζεται ποιος είναι ποιος.
Επίσης ούτε κατά διάνοια σατιρικό βρίσκω το σχόλιο του Χριστόφορου Ζαραλίκου για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ στο Χ που προκάλεσε και τη μήνυση εναντίον του. Είναι προσβολή και μάλιστα σχετική με ένα πολύ ιδιαίτερο θέμα που είναι η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Είναι ένα χοντρό και χυδαίο «φανταρίστικο αστείο» και μάλιστα περασμένων δεκαετιών. Χωρίς τη στοιχειώδη επένδυση τέχνης, πνεύματος, αυτής της σπιρτάδας και υπαινιγμού που χαρακτηρίζει τη σάτιρα. Είναι πολύ χειρότερο από τα «αστεία» του Σεφερλή, σε κάτι παρακμιακές επιθεωρήσεις της δεκαετίας του 1980 παραπέμπει. Και επειδή ο κύριος Ζαραλίκος αναρωτιέται δημόσια σε ποια χώρα ένας πολιτικός αρχηγός μηνύει έναν ηθοποιό επειδή κάνει σάτιρα, η απάντηση που μου έρχεται είναι «Στη χώρα που ο Ζαραλίκος θεωρείται ηθοποιός». Αλλά μετά, έγραψε ότι είναι η πρώτη φορά, μέσα σε 25 χρόνια, που του κάνουν μήνυση και κατάλαβα την απελπισία τού να προσπαθείς να βγάλεις κεφαλάκι στην επιφάνεια έστω και γι’ αυτόν τον λόγο.
Στα καλά και στ’ άσχημα
Το βλέπουμε αρκετά συχνά και ο λόγος είναι η έκθεση οικογενειακών στιγμών στα σόσιαλ μίντια. Διάσημα ή ημιδιάσημα ζευγάρια που, για δικούς τους λόγους ή, απλά, επειδή έτσι τους αρέσει, δημοσιεύουν κάθε τόσο στιγμιότυπα της οικογενειακής τους ευτυχίας. Ερχεται όμως κάποια στιγμή που χωρίζουν. Και δεν θέλουν να κάνουν δηλώσεις, παρακαλούν τα Μέσα να σεβαστούν την ιδιωτικότητά της περίστασης. Τελευταίο παράδειγμα η Ολγα Κεφαλογιάννη και ο Μίνως Μάτσας.
Αρχίζει τότε ένα λαϊκό, διαδικτυακό δικαστήριο. Αφού όταν ήσασταν στα καλά σας δημοσιεύατε τις στιγμές της ευτυχίας σας, τώρα είστε υποχρεωμένοι να μας πείτε τα πώς και τα τι του χωρισμού σας. Πού ακριβώς το είδαμε αυτό γραμμένο; Επειδή, ας πούμε, κάποιοι μας καλούν στο σπίτι τους στα πάρτι τους, έχουμε ελευθέρας να μπουκάρουμε και στις δραματικές τους στιγμές, στους χωρισμούς, στους τσακωμούς, στις κρίσεις τους. Τι είναι αυτό; Κάποιο συμβόλαιο με τον λαό; Βρε ας μας μαζέψει κάποιος από τις κλειδαρότρυπες.