«Οι BRICS δεν στέκονται απέναντι σε κανέναν», διαβεβαίωσε ο Βλαντίμιρ Πούτιν τους δημοσιογράφους-ανταποκριτές από τα κράτη-μέλη, όπως και από εκείνα που έχουν προσκληθεί να μετέχουν στη φετινή σύνοδο κορυφής, η οποία ξεκίνησε χθες στην πόλη Καζάν, στις όχθες του Βόλγα. Παρά τους χαμηλούς τόνους, ωστόσο, οι στόχοι τους οποίους έχει θέσει ο οικοδεσπότης της συνόδου και πρόεδρος της Ρωσίας είναι σαφείς – και γίνονται ακόμη πιο σαφείς στο φόντο της συνόδου των υπουργών Οικονομικών και των επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών του ΔΝΤ, που διεξάγεται ταυτόχρονα στην Ουάσιγκτον.
Οι δύο στόχοι του Πούτιν
Αφενός, λοιπόν, ο Πούτιν θα επιχειρήσει να στείλει το μήνυμα ότι 32 μήνες μετά την εισβολή στην Ουκρανία και παρά το μπαράζ των δυτικών κυρώσεων, παρά το ένταλμα σύλληψης εις βάρος του που έχει εκδώσει το Διεθνές Δικαστήριο για συνενοχή σε εγκλήματα πολέμου, ο ίδιος και η χώρα του δεν είναι απομονωμένοι από τη διεθνή σκηνή. Αφετέρου, θα επιδιώξει να γίνουν ουσιαστικά βήματα προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού των BRICS+ (όπως πλέον ονομάζονται μετά τη διεύρυνση με πέντε νέα μέλη, από την 1η Ιανουαρίου 2024) σε έναν πόλο, ο οποίος θα μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στη Δύση – αρχικά σε οικονομικό επίπεδο καθώς, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο «Economist», έχει θέσει σε εφαρμογή «ένα σχέδιο για να νικήσει το δολάριο».
Αν, όμως, το πρώτο έχει σοβαρές πιθανότητες να το πετύχει, με τη βοήθεια των δύο και πλέον δεκάδων ξένων ηγετών που θα βρεθούν στο Καζάν και θα φωτογραφιστούν μαζί του – συμπεριλαμβανομένου του γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος πρόκειται να μεταβεί εκεί αύριο, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις, κυρίως στο Κίεβο – στο δεύτερο τα πράγματα είναι σαφώς πιο δύσκολα και περίπλοκα. Κι αυτό, παρότι ο στενός σύμβουλός του Γιούρι Ουσάκοφ, χαρακτήρισε τη σύνοδο ως «το μεγαλύτερο διεθνές πολιτικό γεγονός που έχει λάβει ποτέ χώρα» στη Ρωσία, ενώ αρκετοί αναλυτές (προσκείμενοι στο Κρεμλίνο αλλά όχι μόνο) κάνουν λόγο για ένα σημαντικό βήμα που μπορεί, εν δυνάμει, να αλλάξει ριζικά την παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Ακόμη και το «Politico», παραπέμποντας και στη σύνοδο του ΔΝΤ, αφήνει να εννοηθεί ότι έχουμε πλέον να κάνουμε – και επί της ουσίας και σημειολογικά – με τη σύγκρουση δύο κόσμων. Οσο για τον Κιθ Τζόνσον, στη δική του ανάλυση στο «Foreign Policy», παρομοιάζει τους BRICS+ με μια «ρουμπρίκα για την επανάσταση», συμφωνώντας ουσιαστικά στην εκτίμηση πως μπορεί τελικώς να αποτελέσει τον μοχλό που θα σηκώσει το βάρος της αντιπαράθεσης με τη Δύση και την ηγεμονική τους δύναμη, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κωδικός «νικήστε το δολάριο»
Για να συμβούν, όμως, τα παραπάνω ή, έστω, κάτι από όλα αυτά, θα πρέπει οι κυβερνήσεις των κρατών που απαρτίζουν τη συγκεκριμένη ομάδα – στην οποία αντιστοιχεί σήμερα πάνω από το 35% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 41% του πληθυσμού στον πλανήτη – να συμφωνούν στα βασικά. Για παράδειγμα και επειδή «κλειδί» για τα πάντα παραμένει η οικονομία, πολλά θα κριθούν από το εάν και σε ποιον βαθμό θα ευοδωθεί η προσπάθεια την οποία περιγράφει ο «Economist» και συνίσταται στη συγκρότηση ενός διαφορετικού συστήματος διεθνών συναλλαγών, που δεν θα έχει ως καμβά το δολάριο. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που, όπως τονίζει το σχετικό ρεπορτάζ, είναι πιθανό να βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στα νέα ψηφιακά νομίσματα, τα οποία υιοθετούν ολοένα περισσότερες κεντρικές τράπεζες.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχουν εκλείψει οι πιο σημαντικές αντιθέσεις μεταξύ τους, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν εξ απαλών ονύχων τη γέννηση ενός τέτοιου «πόλου». Μόνο που, για την ώρα τουλάχιστον, κάτι τέτοιο παραμένει μακρινός στόχος. Για του λόγου το αληθές, η Κίνα και η Ινδία, που εξακολουθούν να είναι μακράν τα δύο πιο «διακεκριμένα» μέλη της ομάδας BRICS+, παρά την προ ημερών συμφωνία τους για επίλυση των συνοριακών διαφορών και την αποφυγή «θερμών επεισοδίων» στην περιοχή των Ιμαλαΐων, παραμένουν δύο στρατηγικοί ανταγωνιστές, με συμφέροντα τα οποία συχνά δεν συμβιβάζονται. Κάτι, ασφαλώς, που γνώριζε και ο ίδιος ο Πούτιν κατά τις χθεσινές του συναντήσεις με τον Σι Τζινπίνγκ και τον Ναρέντρα Μόντι.
Επιφυλακτική στάση απέναντι στη Δύση
Στο ίδιο φόντο εντάσσεται ουσιαστικά και η στάση της Σαουδικής Αραβίας, μιας δύναμης η οποία, εκτός από τα άφθονα ενεργειακά της αποθέματα, διαδραματίζει ηγεμονικό ρόλο στον αραβικό κόσμο. Η απουσία του ισχυρού της άνδρα και διαδόχου του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν από το Καζάν (έστειλε αντ’ αυτού τον υπουργό Εξωτερικών) αναδεικνύει την επιφυλακτική στάση που τηρεί το καθεστώς του Ριάντ, παρότι τυπικά αποτελεί μέλος των BRICS+ από την 1η Ιανουαρίου. Καθιστά φανερό, με άλλα λόγια, ότι δεν έχει πρόθεση να «πάρει το όπλο του» κατά της Δύσης – μια στάση την οποία, αναμφίβολα, συμμερίζονται και άλλοι (ανάμεσά τους και η Σερβία του Αλεξάνταρ Βούτσιτς).
Η Δύση, πάντως, δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχη. Οχι απλώς επειδή οι έντονες αντιθέσεις και οι ρωγμές είναι ορατές και στο εσωτερικό της, αλλά και εξαιτίας των σοβαρών δομικών προβλημάτων στο οικοδόμημά της. Οπως είναι, για παράδειγμα, το «βουνό» του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, ύψους 100 τρισ. δολαρίων, που προέρχεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από τον δυτικό κόσμο και ρίχνει βαριά σκιά στη σύνοδο του ΔΝΤ.