Στις ΗΠΑ ο υποψήφιος πρόεδρος Τραμπ ετοιμάζεται, εάν εκλεγεί, να επιβάλει νέους δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα ύψους άνω των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με το επιχείρημα ότι με αυτόν τον τρόπο θα ενισχύσει την εγχώρια αμερικανική παραγωγή. Είχε κάνει την αρχή στην προηγούμενη θητεία του με δασμούς ύψους 380 δισ. δολαρίων. Ο Τραμπ ισχυριζόταν ότι ξένες χώρες πλήρωναν τους δασμούς. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η Διακομματική Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ διαπίστωσε σε έκθεσή της ότι ολόκληρο το κόστος των πρώτων δασμών Τραμπ το επωμίστηκαν, ως φόρο, αμερικανοί πολίτες και αμερικανικές εταιρείες. Το έξτρα τιμολόγιο που επέβαλε πληρωνόταν από τις εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ που εισήγαν τα προϊόντα.
Ο ανεξάρτητος οργανισμός Tax Foundation εκτίμησε ότι εάν επιβληθούν οι προτεινόμενες νέες αυξήσεις των δασμών που έχει εξαγγείλει κατά την προεκλογική περίοδο, θα αυξηθούν οι φόροι κατά επιπλέον 524 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και θα συρρικνώσουν το ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 0,8%, το απόθεμα κεφαλαίου κατά 0,7% και την απασχόληση κατά 684.000 ισοδύναμες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Η ιστορία της αύξησης των φόρων δεν είναι θέμα μόνο αμερικανικό. Εκεί πάει η συζήτηση μέσω και λόγω του Τραμπ αυτή την περίοδο. Στην Ελλάδα επιστρέφει ύστερα από χρόνια (από το 2015), όπως συνήθως γίνεται, ως «φάρσα», από οπαδούς που ιδεολογικά κινούνται στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, αλλά έχουν ένα κοινό: την έντονη διάθεση για λαϊκισμό και βέβαια την ισχυρή ροπή προς τον κρατισμό.
Το τελευταίο διάστημα, τη στιγμή που το χωρίς σχέδιο «κίνημα μείωσης των συντελεστών του ΦΠΑ» έχει εξασθενήσει, αναζωπυρώνεται το αίτημα αύξησης των φόρων. Πληθαίνουν οι οπαδοί της συζήτησης ότι θα βρεθεί ο ιδανικός φόρος που θα τον πληρώνουν μόνο οι πολύ πλούσιοι και υπονοείται ότι όλοι οι υπόλοιποι θα απολαμβάνουμε υπηρεσίες από αυτόν. Η συζήτηση ξεκίνησε από την έκτακτη φορολόγηση των πολύ μεγάλων και πολύ κερδοφόρων επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων (ενέργεια, τράπεζες κ.λπ.). Επικαλούνται τα μέτρα που αναζητούν οι «πνιγμένες» από τα ελλείμματα κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας προκειμένου να σωθούν και προτείνουν και για την Ελλάδα την αύξηση των φόρων των μερισμάτων και γενικά κάποιον φόρο για τους πλούσιους. Μιλάνε για φόρους για τα «μεγάλα» εισοδήματα, προκειμένου να υπάρξει «αναδιανομή πλούτου». Ξεχνούν ότι η Ελλάδα του 2024 παραμένει μια χώρα υψηλής φορολογίας.
Επιπλέον, το πρόβλημα στη δική μας περίπτωση είναι ότι δεν είναι σαφές ούτε ποια είναι τα «μεγάλα» εισοδήματα λόγω της μεγάλης φοροδιαφυγής και της νόμιμης φοροαποφυγής, ούτε τι εννοούμε με την έννοια «αναδιανομή πλούτου». Για το τελευταίο συνήθως αναφερόμαστε σε μεγαλύτερες στοχευμένες κρατικές δαπάνες, που γίνονται παρασιτική και πρόσκαιρη κατανάλωση, χωρίς στόχο, χωρίς προοπτική και κυρίως χωρίς να είναι σαφές πώς βοηθά την ελληνική οικονομία.
Το παράδοξο στην περίπτωσή μας είναι ότι στην Ελλάδα… υπάρχει φόρος για τους πιο πλούσιους. Οι μισθωτοί θεωρούνται οι πιο… πλούσιοι Ελληνες σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία και για το τμήμα του εισοδήματός τους άνω των 40.000 ευρώ επιβαρύνονται με φόρο 44%. Αυτόν κανείς δεν τον πείραξε, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει έξι χρόνια από τη λήξη του τρίτου μνημονίου. Συνολικά μόλις 260.000 φορολογούμενοι δηλώνουν από 40.000 ευρώ ετησίως, ενώ μόλις 27.000 δηλώνουν πάνω από 100.000 ευρώ ετησίως. Αυτούς τους… πλούσιους έχουμε, από αυτούς ζητούμε να πληρώσουν.