Σε αρνητικό έδαφος κινήθηκε η αποταμίευση και το 2023 σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που χτυπούν για άλλη μια φορά «καμπανάκι». Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που εξυπηρετούν νοικοκυριά διαμορφώθηκε πέρυσι στο -1,9%. Η εικόνα αν και είναι καλύτερη από το -3,5% που είχε καταγραφεί έναν χρόνο νωρίτερα, επιβεβαιώνει το χρόνιο πρόβλημα της αποταμίευσης στη χώρα. Η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά σε αρνητικό έδαφος από το 2012, με εξαίρεση τη διετία 2020-2021, οπότε λόγω Covid είχε βυθιστεί η κατανάλωση.
Για τη μείωση της αποταμίευσης, σύμφωνα με ειδική μελέτη της Eurobank, δεν ευθύνεται μόνο το περιορισμένο διαθέσιμο εισόδημα, αλλά και δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως οι γονικές παροχές, που είναι πολύ πιο διαδεδομένες στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες. Μεταξύ άλλων, η μείωση της αποταμίευσης αποδίδεται και στο υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας, αλλά και στις υψηλές δαπάνες στέγασης, σύμφωνα με την ίδια μελέτη.
Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ), σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα.
Η μείωση των αποταμιεύσεων δείχνει ότι ξοδεύουμε περισσότερα από το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά μας, είτε αντλώντας από τις αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών είτε δανειζόμενοι.
Το 2023, το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων αυξήθηκε με ταχύτερο ρυθμό από την τελική καταναλωτική δαπάνη. Σε απόλυτους αριθμούς, ωστόσο, η τελευταία συνεχίζει να ξεπερνά το διαθέσιμο εισόδημα. Προκύπτει ότι πέρυσι, οι Ελληνες είχαν διαθέσιμο εισόδημα 151,7 δισ. ευρώ, αλλά ξόδεψαν 154,6 δισ. ευρώ, δηλαδή ξοδέψαμε σχεδόν 3 δισ. ευρώ παραπάνω από το εισόδημά μας.
Συγκεκριμένα, το 2023 το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 8,1% σε σύγκριση με το 2022, από 140,3 δισ. ευρώ σε 151,7 δισ. ευρώ. Η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που εξυπηρετούν νοικοκυριά, αυξήθηκε κατά 6,5% το 2023 σε σύγκριση με το 2022, από 145,2 δισ. ευρώ σε 154,6 δισ. ευρώ.