«Σ΄ εκείνον τον πόλεμο, όλοι έδωσαν τη ζωή τους, τα μάτια τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Την φωνή μου που, καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο». Με αυτά τα λόγια η Σοφία Βέμπο, η γυναίκα που αναδύθηκε μέσα από τις σελίδες της ιστορίας και τα playlist με εθνικές ανατάσεις, σε σύμβολο του αγώνα ενός ολόκληρου έθνους, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
Η Σοφία Βέμπο ήξερε ότι δεν είχε πληρώσει με αίμα το τίμημα του θριάμβου, γνώριζε όμως τι σημαίνει να ακούς μια φωνή οικεία και εμψυχωτική όταν ο φόβος ανασαίνει επάνω σου. Καταλάβαινε ότι η φωνή της, αυτή η τραχιά φωνή με τη δωρικότητα που την χαρακτήριζε, ήταν το ατσάλι στη λόγχη των αγώνων.
Ενδυναμώνοντας τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο του θανάτου -γιατί πέρα και πριν από νίκες και ιαχές, ο πόλεμος μυρίζει θάνατο-, η Σοφία Βέμπο, έδωσε τη δική της ερμηνεία για τη Βέμπο ως φαινόμενο.
Με τη φωνή της τα αγόρια αποχαιρετούσαν τις μανάδες για το μέτωπο, οι κυράδες αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους. Η φωνή του ’40 που συγκινούσε και συγκινεί, η Σοφία Βέμπο έγινε σύμβολο ενός λαού που την αποθέωσε. Το ίδιο είχε κάνει και η ίδια, ήταν συμφωνημένο, θείο αλισβερίσι.
Άλλο όνομα, ίδια στόφα
Γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 με το όνομα Σοφία Μπέμπου, η κόρη καπνεργάτη από την Τσαριτσάνη γίνεται πρόσφυγας από μικρή.
Η Σοφία και τα τρία αδέλφια της εγκαθίστανται το ’12 στην Κωνσταντινούπολη για να επιστρέψουν μετά την ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών δύο χρόνια μετά στην πατρίδα, σε μια Ελλάδα που ήταν πεπρωμένο να την αποθεώσει.
Εγκατεστημένη πλέον στον Βόλο που ήταν και πατρίδα του πατέρα της, η Σοφία Βέμπο μπαίνει στην αγορά εργασίας ως ταμίας σε ζαχαροπλαστείο.
Κρυφά μια μέρα μαζί με μια φίλη της πήγαν στο θέατρο για να δουν τον περιοδεύοντα θίασο του Μουσούρη, ήταν το κάλεσμα του πεπρωμένου.
Η Βέμπο αγοράζει μια κιθάρα, πειραματίζεται με τις χορδές, και αρχές φθινοπώρου του 1933 επισκέπτεται στη Θεσσαλονίκη τον αδελφό της Τζώρτζη. Επιβάτης στο Α/Π Κεφαλληνία, αρχίζει να τραγουδάει για την ίδια. Το κατάστρωμα την αποθεώνει, ανάμεσα σε αυτούς και ένας από τους πιο σημαντικούς ιμπρεσάριους της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος Τσίμπας -ο ίδιος που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών.
Ο πόλεμος ακόμη δεν ακούγεται σε κανέναν ορίζοντα, η Μπέμπου δέχεται πρόσκληση να εργαστεί στο μεγάλο κοσμικό κέντρο «Αστόρια» -κάτι που έκανε μετά τη σύμφωνη γνώμη του αδελφού της.
Τρία χρόνια μετά, ο θεατρικός επιχειρηματία Φώτης Σαμαρτζής την προσλαμβάνει στο θέατρο «Κεντρικόν» με την πρώτη της εμφάνιση στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933».
Το Μπέμπου πλέον πρέπει να αλλάξει, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Πολ Νορ της αντιπροτείνει το «Βέμπο». Ο μύθος κατοχυρώθηκε.
Οι μεγάλοι δημιουργοί της εποχής (οι Κώστας Γιαννίδης και Μιχάλης Σουγιούλ, πρώτοι με αναρίθμητους άλλους στη συνέχεια) της δίνουν τραγούδια, η εμβληματική δισκογραφική του τότε Columbia της προτείνει συμβόλαιο και μια ακόμη νίκη μπαίνει στο λεύκωμα της. Η Βέμπο θα απολαμβάνει ΚΑΙ ποσοστό επί των πωλήσεων -κάτι σχεδόν ανήκουστο μέχρι τότε.
Ακολουθώντας τους προβολείς των θεατρικών σκηνών που την έντυναν τα βράδια, η βιομηχανία του κινηματογράφου τη διεκδικεί και το φλερτ είναι επιτυχημένο. Η Σοφία Βέμπο εμφανίζεται στην «Προσφυγοπούλα» – ακολουθούν μέσα στα χρόνια η συμμετοχή της στην «Στέλλα» και το 1959 ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην ταινία «Στουρνάρα 288».
Σχεδόν σαν να ήταν γραφτό της να συνδεθεί με την πολιτιστική παραγωγή του ελληνικού 20ου αιώνα η Βέμπο, σαν από ένστικτο οπλισμένη, αρχίζει να ενσωματώνει τραγούδια με έντονο το ελληνικό στοιχείο στη δομή και τις αναφορές τους.
Υπογράφει το «Στ’ Λάρισ’ βγαίν’ ο αυγερινός» (η επιλογή της έφερε συγκρούσεις με τον Κώστα Γιαννίδη που το χαρακτήρισε «βλαχοτράγουδο»), η προπολεμική δισκογραφία της είναι μια ανθολογία από επιτυχίες -«Τσιγγάνα», «Μη με ρωτάτε», «Ζεχρά», «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά», «Η Ψαροπούλα» μόλις μερικές από αυτές- και το 1938, ερμηνεύει δημοτικά τραγούδια. «Εχετε γεια βρυσούλες», «Σαράντα παλικάρια» και άλλα ερμηνευμένα από τη Βέμπο κομμάτια της παράδοσης αποθεώνονται από τους Έλληνες που την τραγουδάνε, την ψιθυρίζουν, την αποθεώνουν.
Καθιερωμένη ως η πιο δημοφιλής καλλιτέχνιδα και του ελαφρολαϊκού τραγουδιού πριν οποιοδήποτε αγώνα, η Βέμπο ακούγεται στο ραδιοφωνικό αέρα την ημέρα που ξεκίνησαν όλα. Τα τραγούδια της διακόπτονται, στις δέκα το πρωί ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος ανακοινώνει το ιστορικό πλέον πολεμικό ανακοινωθέν.
Αυτή η πολύ συγκεκριμένη σε χροιά φωνή, αυτά τα πολύ συγκεκριμένα στην αισθαντικότητα τους τραγούδια ακούγονται στα ερτζιανά. Με όχημα τη Σοφία Βέμπο, η πρώτη πειραματική μετάδοση του ελληνικού ραδιοφώνου στέφεται με δημοφιλία.
Οι νίκες συσσωρεύονται, ο πόλεμος πλησιάζει.
Αντίσταση στο φόβο
Η Σοφία Βέμπο ξέρει το οπλοστάσιο της και το εργαλειοποιεί χωρίς αναστολή. Μπαίνει στην πρώτη γραμμή της αντίστασης ενός ολόκληρου λαού απέναντι στον εχθρό και αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να δώσει αγώνα.
Το μέτωπο της Βέμπο ήταν το θεατρικό σανίδι, συγκεκριμένα το σανίδι του Μοντρεάλ που ήταν και ένα από τα ελάχιστα θέατρα που δεν έκλεισαν το 1940. Εκεί ζητάει από τον κονφερανσιέ Μίμη Τραϊφόρο να δουλέψει επάνω στην μουσική της «Ζεχρά» του Μιχάλη Σουγιούλ που ήταν ήδη στο ρεπερτόριο της. Του ζητάει να φέρει κάτι εμψυχωτικό για το έθνος στους στίχους του. Ο Τραϊφόρος (που μετά έγινε και σύντροφος της ζωής της) επιστρέφει με το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».
Όμως η Σοφία Βέμπο δεν ενθουσιάστηκε. Ο Τραϊφόρος ήταν σκληρός και κυνικός στους στίχους του περιλαμβάνοντας ένα στίχο που η ίδια απέρριψε. Το «Αν δεν’ ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ» του Τραϊφόρου έκανε τη Βέμπο να δυσανασχετήσει. «Σ΄ ευχαριστώ πολύ παιδί μου, αλλά δεν μου αρέσει» ήταν η απάντηση της, είχε πει σε μια από τις λίγες συνεντεύξεις που παραχώρησε ποτέ.
Οι στίχοι αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού, το δίστιχο γίνεται φράση «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά» και η πρεμιέρα γίνεται σε ένα κατάμεστο θέατρο που διψάει για να ακούει την υπεροχή του ελληνικού σθένους από το στόμα της. Το Μοντρεάλ γίνεται τόπος συνάντησης ενός ολόκληρου έθνους, η κατάμεστη αίθουσα του γεμίζει αποθέωση, τα έσοδα από τις παραστάσεις διατίθενται πλέον για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού.
Το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» σε στίχους Μίμη Τραϊφόρου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ γίνονται μαζί με το σκωπτικό «Κορόιδο Μουσολίνι» (ένα ιταλικό τραγούδι με τον τίτλο «Reginella-campagnolla» σε μουσική του Eldo Di Lazzaro, που άλλαξε στιχουργικά ο Γιώργος Οικονομίδης, με σατιρική διάθεση) λυρικά αναχώματα στον εχθρό και τεκμήρια της πίστης ενός λαού για τη νίκη από την Τραγουδίστρια της Νίκης.
Με το δεύτερο, με τη λυρική γελοιοποίηση του Ντούτσε, η Βέμπο ξόρκιζε τον τρόμο του πολέμου, γιγάντωνε το ηθικό του στρατού και έδινε κουράγιο.
Ατσάλινη και αφοσιωμένη στο δικό της αγώνα, ένα βράδυ ενώ βγαίνει από το θέατρο άγνωστοι της ορμούν και την χτυπούν στο πρόσωπο με σιδερογροθιά. Την επόμενη μέρα κάποιος την παίρνει στο τηλέφωνο και την απειλεί: «Σ’ τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορείς να βγαίνεις στο θέατρο και να λες αυτά που λες». Εκείνη ατρόμητη με την μπάσα φωνή της, απάντησε: «Μην στεναχωριέστε, θα τα πω από το ραδιόφωνο».
Η σύλληψη και η φυγάδευση
Τέλος καλοκαιριού του 1941 η Βέμπο ενημερώνεται από τις ιταλικές αρχές ότι μετά από άνωθεν εντολή, θα σταματούσε να εμφανίζεται σε κάθε θέατρο ανά την Ελλάδα και θα πρέπει να σταματήσει να τραγουδά.
«Εις την ιδίαν θα αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής» κατέληγε η εντολή που προκάλεσε αντιδράσεις. Η εντολή άλλαξε, η Βέμπο θα μπορούσε να τραγουδάει αλλά τραγούδια λογοκριμένα, η σύλληψη από τις δυνάμεις των κατακτητών και η φυλάκιση της ακολουθούν.
Μετά την αποφυλάκιση της η Βέμπο φυγαδεύεται από την Ελλάδα στη Μέση Ανατολή. Μεταμφιεσμένη, έχει ένα πλαστό διαβατήριο στις αποσκευές της με το όνομα Σοφία Βαμβέτσου.
Από την Εύβοια, στην Τουρκία και από εκεί σε Συρία, Δαμασκό, Λίβανο, Παλαιστίνη και τέλος στην Αίγυπτο με την μεγάλη ελληνική κοινότητα, η Βέμπο ξεκινάει να είναι ξανά ο πύρινος εαυτός της. Τραγουδάει, προσφέρει τα έσοδα από τις εμφανίσεις της στον ελληνικό στρατό και τον εθνικό αγώνα (υπολογίζεται ότι μάζεψε 18.000 χρυσές λίρες) και γίνεται η γυναίκα που αποθέωσε τη Νίκη ενός λαού -και το ανάποδο.
«Είχαμε φτιάξει μια ομάδα Βέμπο – Τραϊφόρου (είμαστε ερωτευμένοι τότε με το Μίμη, όπως είμαστε άλλωστε ακόμη) και ψυχαγωγούσαμε τις ένοπλες δυνάμεις που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή κάνοντας εκεί πόλεμο. Είμαστε δίπλα στα χαρακώματα. Το πρωί μαγείρευα να φάμε και το σούρουπο που σώπαινε ο πόλεμος, πηγαίναμε στον καταυλισμό και απαλύναμε τον πόνο του στρατιώτη. Δεν ξέρετε τι δύναμη παίρνανε από αυτή την ψυχαγωγία. Την επομένη τους έβλεπες και πολεμούσαν σαν λιοντάρια. Και τι ικανοποίηση για εμάς! Πετύχαινε η αποστολή μας, καταλαβαίνετε… Εβλεπες να μου ζητάει ένα παλικάρι σαν τελευταία επιθυμία να τραγουδήσω στο ξεψύχισμά του το ‘Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά’ κι άφηνε χαμογελαστό το κορμί του» είχε εξομολογηθεί.
Ένας έρωτας που έγινε και ο πόλεμος της
«Δεν θέλω να τον συναντήσω ποτέ. Ούτε καλλιτεχνικά ούτε και στη ζωή μου» είχε πει η Βέμπο για τον έρωτα της ζωής της, τον Μίμη Τραϊφόρο. Το πεπρωμένο της είχε άλλα τερτίπια γραμμένα στη στόφα του.
Ο Τραϊφόρος που πριν τον πόλεμο έγραφε τραγούδια για τη Ρένα Βλαχοπούλου είχε φήμη ότι ήταν δημιουργικός και ευφυής. Η Βέμπο του ζήτησε να της αλλάξει το «Ζεχρά» (με ό,τι έγινε μετά από αυτό) και εκείνος φέρεται να της απάντησε: «Από πότε οι θεοί ζητάνε χάρες από τους ανθρώπους»;
Από εκείνη την ημέρα και μετά όλα τα τραγούδια και οι στίχοι του ήταν αφιερωμένα σε εκείνη. Εκρηκτικοί χαρακτήρες αμφότεροι, ο έρωτας των δύο ανήκει στη σφαίρα του μύθου.
«Ένας έρωτας που έπεσε σαν οδοστρωτήρας στη ζωή μου και δεν άφησε όρθιες ούτε τις αναμνήσεις μου», έλεγε αργότερα ο Τραϊφόρος. «Ήμουν γεμάτος δέος απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί το μόνο που σου επέτρεπε ήταν να τη σέβεσαι. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου να την κοιτάξω».
Βέμπο και Τραϊφόρος αρραβωνιάστηκαν το 1942 στην Αίγυπτο και όταν γύρισαν στην Αθήνα ο γάμος τους εμποδίζεται από την οικογένεια της Βέμπο που θέλει να τη στείλει στην Αμερική.
Η ίδια αποφασίζει να φύγει για την Αμερική το 1947. Μάταια ο Μίμης της προσπαθεί να την αποτρέψει. Στη Νέα Ήπειρο, οι ομογενείς αλλά και οι Αμερικάνοι την αποθεώνουν. Όμως ο Τραϊφόρος της γράφει το «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ/ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι»» που σε πρώτη εκτέλεση είχε πει η Δανάη Στρατηγοπουλου. Η Βέμπο συγκινημένη αποφασίζει να γυρίσει στην αγκαλιά του.
Η Βέμπο ήταν αφόρητα ζηλιάρα. Σε ένα περιστατικό λένε ότι άφησε την ορχήστρα να παίζει την εισαγωγή της «Ταμπακέρας» για να ξυλοφορτώσει μια μπαλαρίνα του θιάσου της επειδή «υποψιαζόταν πως τα είχε με τον Μίμη της».
«Δεν ξέρω τι λες Σοφία για τον Τραϊφόρο, αλλά για να τον κρατάς τόσα χρόνια πρέπει να διαθέτει μεγάλα προσόντα» της είπε ο πρόξενος. «Α, μπα, φήμες αγαπητέ μου, φήμες… Μεγάλα προσόντα… Σιγά… Ρωτήστε και την κοπέλα που τα γνωρίζει πολύ καλά»
Μια άλλη φορά, κατέβηκε από τη σκηνή -σε ένα γεμάτο θέατρο!- και επιτέθηκε σε μια κοπέλα που είχε δει στο βάθος, γιατί «την φλέρταρε ο Τραϊφόρος». Κάποια άλλη στιγμή η Βέμπο λέγεται ότι κρύφτηκε μέσα σε ένα καμαρίνι και περίμενε το «παράνομο» ζευγάρι. Αστικός μύθος βέβαια που αν ισχύει επιβεβαιώνει και το χιούμορ της, λέγεται ότι όταν βρέθηκε σε κάποιο τραπέζι στην Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας πρόξενος της είπε:
«Δεν ξέρω τι λες Σοφία για τον Τραϊφόρο, αλλά για να τον κρατάς τόσα χρόνια πρέπει να διαθέτει μεγάλα προσόντα».
«Α, μπα, φήμες αγαπητέ μου, φήμες…Μεγάλα προσόντα…Σιγά…Ρωτήστε και την κοπέλα που τα γνωρίζει πολύ καλά», απάντησε η Βέμπο.
Εκτεθειμένη στα πάθη της για τον Τραϊφόρο η Βέμπο, ανήμπορη να διαχειριστεί την ένταση μεταξύ τους και τις προδοσίες του καταφεύγει στο αλκοόλ και τα βαρβιτουρικά.
Μετά τον πόλεμο, η Σοφία
Το 1949 επιστρέφει στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω δόξες και συμβόλαια, ύστερα από τιμητική πρόσκληση του Γενικού Επιτελείου Στρατού για περιοδεία στις μαχόμενες μονάδες κατά τη μαύρη περίοδο του Εμφυλίου.
Αρκετά χρόνια αργότερα, μια μεγάλη στιγμή σημαδεύει τα τελευταία χρόνια της ζωής της: η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Καθώς το διαμέρισμά της βρίσκεται εκεί κοντά, η Βέμπο αψηφώντας τη χούντα των συνταγματαρχών δίνει άσυλο, ανοίγοντας την πόρτα της σε κυνηγημένα παιδιά. Όταν η Ασφάλεια έρχεται στο κατώφλι της λέει στον επικεφαλής:
«Εγώ δε φοβήθηκα τον Ντούτσε, δε φοβήθηκα τον Χίτλερ. Είναι δυνατόν τώρα να φοβηθώ εσάς; Είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθώ τους δικούς μου; Και μ’ αυτή τη γενναία πράξη έπεσε η αυλαία των εθνικών της προσφορών».
Η Βέμπο αποκτάει τη δική της καλλιτεχνική έδρα, στο Μεταξουργείο, το 1949 και σε πείσμα των καιρών που ήθελαν τον κινηματογράφο να διεκδικεί από το θέατρο το κοινό η Βέμπο επιμένει.
Ανεβάζει επιθεωρήσεις, έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και αγέρωχα έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι. Το «αρχοντορεμπέτικο» ήταν και δική της υπόθεση.
Το τέλος
Η Βέμπο, αυτό το φαινόμενο της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδος του 20ου αιώνα, πέθανε στις 11 Μαρτίου 1978. Η κηδεία της ήταν ένα πάνδημο συλλαλητήριο ενός ολόκληρου λαού.
Έχοντας αποχωρήσει από την καλλιτεχνική παραγωγή από τις αρχές των 70s η Βέμπο εμφανίστηκε στις εκδηλώσεις για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στο Καλλιμάρμαρο, παραφράζοντας το δημοφιλές τραγούδι της «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» με τους στίχους «και τα τανκς γονατίσαν/ κείνη τη βραδιά..» ζούσε με τον σύντροφο της Τραϊφόρο, πληγωμένη όμως πάντα από τις ήττες στην προσωπική τους ζωή.
Ταυτισμένη τόσο με το έπος του ’40 ώστε να δέχεται ευχετήριες κάρτες από τον κόσμο στην εθνική εορτή (σύμφωνα με τον Τραϊφόρο), η Βέμπο έζησε στο μέτωπο της ζωής και ακόμη και αν ηττήθηκε χαμένη μέσα σε αλκοόλ και ηρεμιστικά, η νίκη ήταν πάντα δική της και είναι πάντα κοινή.
Και ταπεινωμένη επειδή εκείνη, το σύμβολο για έναν λαό ολόκληρο, είχε «αποτύχει» ως γυναίκα. Μετά το θάνατο της από εγκεφαλικό επεισόδιο, ο Μίμης Τραϊφόρος, αφοσιώθηκε με την έκδοση και επανέκδοση των ηχογράφήσεών της και τη διατήρηση της μνήμης της.
Όταν ο Τραϊφόρος έφυγε από τη ζωή, τον Μάρτιο του 1998, η οικογένεια της Βέμπο, δεν επέτρεψε να ταφεί μαζί της.
Επίλογος
«Εγώ θα σας αφηγηθώ τη ζωή μου με απλότητα. Είναι μια απλή ζωή που αμφιβάλλω αν θα σας ενθουσιάσει, όπως αμφιβάλλω για το συγγραφικό μου τάλαντο. Ισως θα προτιμούσατε αντί να διαβάζετε αυτές τις γραμμές να σας έλεγα ένα τραγούδι…» έγραψε κάποτε, σαν να μην γνώριζε ότι όλα γύρω της ήταν υλικά που κάνουν μύθους.