Ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974 οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο και κατέλαβαν μέρος της μεγαλονήσου διά περιπάτου. Ενα μήνα αργότερα ολοκλήρωσαν σχεδόν ανεμπόδιστα τη στρατιωτική τους επιχείρηση. Οι εισβολείς δεν πίστευαν στα μάτια τους καθώς διαπίστωναν την ευκολία με την οποία ευοδώθηκαν οι σχεδιασμοί τους. Πρόκειται για περίπτωση εισβολής και κατοχής που διδάσκεται ασφαλώς στις στρατιωτικές σχολές της Τουρκίας ως υπόδειγμα για ανάλογη μελλοντική επιχείρηση με τίτλο: «Ποιος είναι ο καταλληλότερος χρόνος για να εισβάλετε στη χώρα της καρδιάς σας» (σύμφωνα με τη σύγχρονη φρασεολογία).
Οι λόγοι που η τουρκική εισβολή και προέλαση εκτελέστηκαν σχεδόν ακώλυτα είναι γνωστοί. Ο επιθετικός εθνικισμός που συνοδεύεται από πλήρη περιφρόνηση για την κυριαρχία και τη δημοκρατική λειτουργία ενός άλλου κράτους αποτελεί μια από τις πιο ολέθριες εκδοχές της ανθρώπινης βλακείας, αυτής που, σύμφωνα με την πασίγνωστη ρήση, ενδέχεται να ξεπερνά και αυτά ακόμη τα όρια του σύμπαντος. Ζήσαμε τις καταστροφικές συνέπειές του όταν η χούντα και οι Κύπριοι συνεργοί της προχώρησαν στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και έτσι ουσιαστικά προσκάλεσαν τους Τούρκους να εισβάλουν στο νησί προσφέροντάς τους τη μισή Κύπρο στο πιάτο.
Το εθνικιστικό παραλήρημα είναι διαχρονικό φαινόμενο στην Ελλάδα. Στις μέρες μας αφορά το Αιγαίο αλλά και την Κύπρο (στο όνομα πάντα του ελληνισμού!) και εκπορεύεται από σεσημασμένους υπερπατριώτες. Σε αυτούς συγκαταλέγεται, δυστυχώς, και ένας πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κινδυνολογεί ακατάσχετα χωρίς την παραμικρή αφορμή. Το ακριβώς αντίθετο. Στρέφεται εναντίον μιας κυβέρνησης, η οποία μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα πέτυχε αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο, να ανατρέψει δηλαδή την παγιωμένη στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας έναντι της χώρας μας, άμεσα στον αέρα και σύντομα και στη θάλασσα.
Πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και την κατάληψη του 40% της Κύπρου επιχειρείται η επανέναρξη του διαλόγου για λύση του Κυπριακού. Επιδίωξη της κυπριακής και της ελληνικής πλευράς είναι η επανένωση του νησιού με τη μορφή «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας». Πάντοτε στεκόμουν με σεβασμό απέναντι στα διλήμματα των Κυπρίων σε σχέση με την εκάστοτε προτεινόμενη ή συμφωνημένη λύση του Κυπριακού. Πάντοτε αναλογιζόμουν τις δικές μας ευθύνες για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή. Πάντοτε υποστήριζα ότι όποιος δεν είναι στη θέση τους ούτε να κρίνει μπορεί και πολύ περισσότερο να μιλάει για λογαριασμό τους, όπως ο τέως πρωθυπουργός που προειδοποίησε, με το μόνιμα ξινισμένο ύφος του, ότι «μαγειρεύονται λύσεις συγκαλυμμένης διχοτόμησης που θα οδηγήσουν στην πλήρη τουρκοποίηση του νησιού».
Ας θυμηθούμε και ας αξιολογήσουμε λοιπόν τα δεδομένα. Το 2004 οι Τουρκοκύπριοι αποδέχτηκαν το σχέδιο Ανάν, ενώ αντίθετα τρεις στους τέσσερις Ελληνοκύπριους (ποσοστό 76%) το απέρριψαν. Το 2017 η διάσκεψη του Κραν Μοντανά κατέληξε άδοξα, με ευθύνη και του προέδρου Αναστασιάδη που, όπως γράφτηκε, είχε άλλα σχέδια στο μυαλό του για την Κύπρο. Σοβαροί πολιτικοί και σχολιαστές έχουν επιρρίψει ευθύνες στους Κυπρίους, ειδικά για την απόρριψη του σχεδίου Ανάν. Δεν διαφωνώ, αλλά ας αναλογιστούμε ότι αφενός κρίνουν την απόφαση των Κυπρίων για τη δική τους πατρίδα και αφετέρου ότι ξεχνούν τις ευθύνες της Ελλάδας για τα γεγονότα του 1974.
Το ερώτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων, δηλαδή, δεν είναι μόνο ποιες παραχωρήσεις είναι διατεθειμένη να κάνει η Τουρκία αλλά ποιες θυσίες είναι διατεθειμένοι να κάνουν οι πολίτες της ελεύθερης Κύπρου για την επανένωση του νησιού. Οπως έχω διαπιστώσει από τις επαφές μου με Κύπριους συναδέλφους και κατοίκους του νησιού, όλο και μειώνονται αριθμητικά όσοι θα συμφωνούσαν με μία επανένωση που θα έδινε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το δικαίωμα στην Τουρκία να ασκεί οποιαδήποτε εξουσία πάνω στην ελεύθερη Κύπρο, ακόμη και έναντι εδαφικών παραχωρήσεων. Οι απλοί πολίτες πηγαινοέρχονται προς και από την κατεχόμενη Λευκωσία για αγορές και διασκέδαση. Οι επιχειρηματίες δεν είναι διατεθειμένοι να απεμπολήσουν όσα απέκτησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Εν πάση περιπτώσει, δεν συνάντησα άτομα που αδημονούν για την επανένωση της Κύπρου. Το μήνυμα «Δεν ξεχνώ» φαίνεται ότι ξεχάστηκε από την πλειονότητα των Κυπρίων.
Φυσικά, οι κυβερνήσεις της Κύπρου και της Ελλάδας δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αγωνίζονται να ανατρέψουν, στο μέτρο του δυνατού, τα τετελεσμένα που δημιούργησε η εισβολή και η κατοχή του νησιού από την Τουρκία το 1974. Να επιδιώξουν δηλαδή μια «δίκαιη και βιώσιμη» λύση του Κυπριακού. Αν όμως έχω αντιληφθεί σωστά τις σημερινές διαθέσεις των πολιτών της ελεύθερης Κύπρου, ακόμη κι αν καταστεί δυνατή μια τέτοια λύση δεδομένης της σκλήρυνσης των τουρκικών θέσεων, δεν θα ήταν πρόθυμοι να την αποδεχτούν. Εικάζω ότι μόνο το ανέφικτο θα τους ικανοποιούσε, δηλαδή η άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και η άνευ όρων επιστροφή της Κύπρου στο status quo ante. Από την πλευρά μου, πάντως, θα συνεχίσω να μην κρίνω τις αποφάσεις των Κυπρίων που αφορούν τη δική τους πατρίδα. Αφού μάλιστα η ευθύνη για την εισβολή και την κατοχή βαρύνει αποκλειστικά την Ελλάδα.