«Μπορεί να είσαι η πρώτη αλλά πρόσεξε να μην είσαι η τελευταία».

Αυτή φαίνεται να είναι μια φράση-κλειδί για την υποψήφια πρόεδρο των ΗΠΑ. Αποδίδεται στη μητέρα της που ήταν μια μαχόμενη δημοκρατική γυναίκα με ακαδημαϊκές περγαμηνές στην έρευνα κατά του καρκίνου και καταγωγή από την Ινδία.

Μεγάλωσε μόνη της τις δύο της κόρες μετά το διαζύγιό της με τον πατέρα τους, οικονομολόγο, με καταγωγή από την Τζαμάικα. Η Κάμαλα ήταν τότε 7 ετών. Η οικογένεια, πριν και μετά το διαζύγιο, έμενε στην Καλιφόρνια, κοντά στο Μπέρκλεϊ.

Τα παιδιά πήγαιναν συχνά σε διαδηλώσεις κατά των φυλετικών διακρίσεων. Για τη μετέπειτα εισαγγελέα της Καλιφόρνιας, αντιπρόεδρο των ΗΠΑ και υποψήφια σήμερα πρόεδρο, η πολιτικοποίηση είναι στο DNA της. Επέλεξε να σπουδάσει νομικά και το 1990 ξεκίνησε η δικαστική της καριέρα.

Εκλέχτηκε εισαγγελέας του Σαν Φρανσίσκο το 2003, γενική εισαγγελέας της Καλιφόρνιας το 2011 και γερουσιαστής το 2016.

Ηταν η πρώτη μαύρη γυναίκα που κατέκτησε διαδοχικά αυτά τα αξιώματα. Οπως και την αντιπροεδρία το 2020.

Πολιτική φίλη του Μπάρακ Ομπάμα, ήταν από τις πρώτες εκλεγμένες αξιωματούχους που υποστήριξαν την υποψηφιότητά του το 2008.

Ο ίδιος της το ανταπέδωσε μ’ ένα κομπλιμέντο χαρακτηρίζοντάς την ως την πιο «γοητευτική γενική εισαγγελέα των ΗΠΑ».

Η Χάρις δεν είναι λοιπόν νεοφερμένη στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ. Είναι προβεβλημένο στέλεχος των Δημοκρατικών επί δεκαετίες και έχτισε την καριέρα της βήμα – βήμα.

Οι θέσεις της όπως διαμορφώθηκαν στη μακρόχρονη διαδρομή της σε εκλεγμένα αξιώματα φέρουν τη σφραγίδα των παραδόσεων του Δημοκρατικού Κόμματος, ελευθερίες, δικαιώματα, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη.

Σε ευρωπαϊκή μετάφραση, η Χάρις ανήκει στην Κεντροαριστερά.  Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα των επικείμενων εκλογών είναι αν και η Αμερική ανήκει στην Κεντροαριστερά και θα απαντηθεί μόνο πολύ αργά το βράδυ της 5ης Νοεμβρίου.

Η υποψηφιότητά της ήταν καλώς ή κακώς «αναγκαστική», προέκυψε μετά την αποχώρηση Μπάιντεν.

Γύρω από τη Χάρις συσπειρώνονται όχι μόνο Δημοκρατικοί ψηφοφόροι αλλά και Ρεπουμπλικανοί που πιστεύουν ότι τυχόν επανεκλογή του Τραμπ θα είναι καταστροφική για την αμερικανική δημοκρατία. Αλλά όπως καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις το ρεύμα αυτό δεν συγκεντρώνει συντριπτική πλειοψηφία.

Η Χάρις εκφράζει τη συνέχεια της αμερικανικής πολιτικής παράδοσης που στηρίζεται σε συναινέσεις και όχι σε ρήξεις.

Στον αντίποδα, ο Τραμπ εκφράζει την πλήρη ρήξη. Αυτό δημιουργεί ένα ρεύμα υπέρ του πολύ πιο δυναμικό και επιθετικό που ακριβώς λόγω αυτών των χαρακτηριστικών του μπορεί να επικρατήσει.

Μια πολύ μεγάλη μερίδα του αμερικανικού πληθυσμού επιθυμεί τη ρήξη με τους όρους που ο Τραμπ έχει θέσει. Και αυτό παραδόξως κάνει την πλευρά των Δημοκρατικών να φαίνεται συντηρητική.

Τηρουμένων των αναλογιών, βρίσκονται αντιμέτωποι με τα διλήμματα που έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία: ποιες είναι οι απαντήσεις τους σε ζητήματα όπως το Μεταναστευτικό, η απώλεια θέσεων εργασίας, ο ανταγωνισμός με την Κίνα, οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης;

Σ’ αυτά τα ερωτήματα ο δεξιός λαϊκισμός δίνει απαντήσεις ψευδείς μεν, πιστευτές δε ενώ η σοσιαλδημοκρατία δεν δίνει καν απαντήσεις και εμφανίζεται ως προστάτιδα του status quo. Οι ψηφοφόροι που αντιδρούν στη διατήρηση του status quo πάνε δεξιότερα γιατί αριστερότερα δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση.

Και όπως καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις αυτό συμβαίνει ανεξαρτήτως οικονομικών αποτελεσμάτων αφού ειδικά στις ΗΠΑ η τετραετία Μπάιντεν κατέγραψε πολύ καλές επιδόσεις. Για να καταρριφθεί έτσι το περίφημο αξίωμα του Κλίντον: it’s the economy stupid.

Σε περιόδους όπως η σημερινή η μεσαία τάξη πανικοβάλλεται από τις αλλαγές που κλονίζουν τα κεκτημένα της και πηγαίνει στα άκρα. Η αναμέτρηση στις ΗΠΑ θα είναι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οριακή.

Η εκλογή της Χάρις θα ανακουφίσει την Ευρώπη αλλά δεν θα γεφυρώσει το βαθύ ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Θα χρειαστεί ένα new deal αλλά θα μπορέσει η Κάμαλα να γίνει Ρούζβελτ;

Η Ινώ Αφεντούλη είναι εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων