Μπήκε σε κατάμεστο λεωφορείο στην οδό Πατησίων, από αυτά που δεν ακυρώνει κανείς εισιτήριο και κανείς δεν ελέγχει – συνήθως με αυτά κυκλοφορούν εργαζόμενοι, φοιτητές και μετανάστες, αλλά το ότι πολλοί επιβάτες είναι φτωχοί δεν σημαίνει ότι οι συγκοινωνίες παραιτούνται από την ιδέα της είσπραξης κομίστρου και της αδιαφορίας για την επιβολή του νόμου. Στο στριμωξίδι, της άρπαξαν το κινητό – μεγάλο μπλέξιμο, αφού στο κινητό έχουμε πια τις κάρτες, τους κωδικούς, τα δημόσια έγγραφα… Η προχθεσινή περιπέτεια της αναγνώστριας Ι. Χ. (το πλήρες όνομά της και τα στοιχεία της στη διάθεσή μου) επιβεβαιώνει ότι οι δημόσιες συγκοινωνίες παραμένουν στο μαύρο τους το χάλι.

Τα λεωφορεία (όπως και το μετρό) συνεχίζουν να περνούν με καθυστέρηση, γι’ αυτό είναι πάντα γεμάτα – και περνούν με καθυστέρηση επειδή ο στόλος είναι μικρός και οι οδηγοί λίγοι και οι διαδρομές γίνονται πιο αραιά. Η κατάσταση αυτή ισχύει από την εποχή τού «Δεν πληρώνω», αλλά σήμερα ούτε οι συριζαίοι τολμούν να πατρονάρουν τέτοια κινήματα. Παρ’ όλα αυτά, σιωπηλά, οι επιβάτες ξέρουν ότι μπορούν να μην πληρώνουν. Και μόνο η κυβέρνηση νομίζει ότι κάνει τη δουλειά της, επειδή αγοράζονται καινούργια λεωφορεία.

Εχοντας χάσει το κινητό της, η αναγνώστριά μου, πολιτικά συνειδητοποιημένη και πάντα ανήσυχη για το δημόσιο συμφέρον, πήρε τηλέφωνο («από το σταθερό») στο γραφείο του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, Χρήστου Σταϊκούρα. Βρήκε κάποιον πρόθυμο και του διεκτραγώδησε την κατάσταση τονίζοντας ότι οι επιβάτες δεν πληρώνουν εισιτήριο, γενικώς έκανε μια λογική ανάλυση της κατάστασης των συγκοινωνιών, εξαιτίας της οποίας χειροτερεύουν. Της ελέχθη ότι είναι γνωστό πως δεν πληρώνουν – αλλά προφανώς, το υπουργείο είναι φτιαγμένο να κάνει διαπιστώσεις και όχι να δίνει λύσεις. Ανάλογες διαπιστώσεις είχε κάνει και ο υπουργός, τον Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη, όταν σε συνέντευξη είπε ότι οι μισοί ελεγκτές έχουν απαλλαγή από τον γιατρό. Αντί να τους πάρει ο διάολος, έγιναν θέμα συνέντευξης!

Στη συνέχεια, η φίλη μου τηλεφώνησε στην ΟΣΥ (στην εταιρεία Οδικές Συγκοινωνίες, που έχει την ευθύνη των αστικών συγκοινωνιών της πρωτεύουσας). Της είπαν ότι έχουν 150 ελεγκτές. Χαίρω πολύ. Το ζήτημα δεν είναι αν έχουν και πόσους υπαλλήλους που δεν μπορούν να κάνουν ή δεν νοιάζονται να κάνουν τη δουλειά τους. Το ζήτημα είναι αν οι παθογένειες πολεμιούνται. Και οι συγκοινωνίες συνεχίζουν να διέπονται από παθογένειες.

Πριν από λίγο καιρό, η κυβέρνηση λάνσαρε μια καμπάνια για τη βελτίωση της καθημερινότητας. Το επόμενο διάστημα, σιωπηλά, μοιάζει να την έχει υποστείλει. Καλά έκανε. Διότι η καθημερινότητα δεν βελτιώνεται, επειδή είναι σαν να μην υπάρχει βούληση βελτίωσης. Το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, π.χ., παριστάνει συνεχώς τον τροχονόμο. Αλλά αυτό που απαιτείται είναι πολιτική της πράξης.

Ο Πρωθυπουργός έχει την εντύπωση, πιθανόν έτσι τον έχουν διαβεβαιώσει, ότι οι συγκοινωνίες βελτιώνονται με την αγορά νέου υλικού – γι’ αυτό εξήγγειλε με χαρά ότι ως το μεθεπόμενο καλοκαίρι θα δρομολογηθούν στην Αττική 950 νέα λεωφορεία. Δεν ισχύει. Βελτιώνονται μόνο όταν αντιμετωπιστούν όλες οι παθογένειες. Νέο υλικό, φροντίδα για το παλιότερο, συμμετοχή των εργαζομένων στα προβλήματα, αστυνόμευση και πρόστιμα σε παραβάτες.

Τις προηγούμενες μέρες βρέθηκα σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και ξαναείδα πώς λειτουργούν οι συγκοινωνίες. Ντρέπομαι στη σύγκριση. Κι όσο δεν το καταλαβαίνουν στην κυβέρνηση ότι το κράτος οφείλει στις μεγάλες πόλεις αξιόπιστο και σοβαρό δίκτυο δημόσιων συγκοινωνιών, θα συνεχίσουμε να είμαστε προβληματική χώρα. Δυστυχώς, παρά τη μεταρρυθμιστική ρητορική της κυβέρνησης.