Στον παλιό κόσμο, η Κυριακή που τα ρολόγια γύριζαν μια ώρα πίσω ήταν μελαγχολική. Συχνά βροχερή ή μουντή. Ομως τα τελευταία χρόνια η αλλαγή της ώρας βρίσκει αρκετούς στις παραλίες. Και για να γίνω πιο γραφικός, θυμάμαι τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη ως εκείνες που οι νοικοκυρές έστρωναν τα χαλιά. Αλλά αυτές είναι πλέον μνήμες παλιού αναγνωστικού. Χθες, στην Αθήνα, η θερμοκρασία ήταν έξι βαθμούς πάνω από τη μέση υψηλή για την εποχή. Σε δύο μέρες κάνει ποδαρικό ο Νοέμβριος και έξω πίνεις καφέ με κοντομάνικο ή κουβαλάς τη ζακέτα σαν περιττό βάρος στο χέρι.

Τα τελευταία χρόνια (πόσα είναι άραγε;) τα καταστήματα εστίασης και τα καφέ δεν μαζεύουν τα τραπέζια από το πεζοδρόμιο. Προσθέτουν καμιά σόμπα για εκείνες τις λίγες μέρες που θα κάνει πραγματικά κρύο. Δεν υπάρχει πλέον το φθινόπωρο που ξέραμε, τουλάχιστον στην Αττική. Λες και η εποχή σβήνεται σταδιακά από το ημερολόγιο. Το καλοκαίρι ξεθυμαίνει αργά και βασανιστικά και απλώς μία μικρή φθινοπωρινή γέφυρα οδηγεί στην απέναντι πλευρά που στέκει ένας ξεδοντιασμένος χειμώνας. Τα πουλιά έξω πιάνουν ανοιξιάτικο τραγούδι, τα φύλλα στέκουν στη θέση τους, τα κουνούπια ξεπερνούν κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής και η φθινοπωρινή μελαγχολία γίνεται ανάμνηση. Το φθινόπωρο δεν είναι πλέον μελαγχολικό, δεν σε προετοιμάζει για τη χειμωνιάτικη καταχνιά. Είναι αδιάφορο με μέρες που πέφτουν από την κλεψύδρα χωρίς να ανήκουν σε κάποια εποχή ή, ακόμα χειρότερα, κρύβουν μέσα τους μία πλάνη που σε αποσυντονίζει.

Το ημερολόγιο δείχνει φθινόπωρο και ο καιρός σου λέει ότι είναι άνοιξη ή χοντρά απομεινάρια του καλοκαιριού. Στο λέει και η βερμούδα που στέκει ακόμα στην κρεμάστρα. Και αυτό, να ξέρετε, έχει σίγουρα επιπτώσεις στο θυμικό μας. Γεννήματα της φύσης είμαστε, όταν αλλάζει αυτή, μεταμορφωνόμαστε και εμείς. Και έτσι η διάθεσή μας γίνεται σαν τον καιρό. Εκδηλώνει ακραία φαινόμενα, αισθανόμαστε μπερδεμένοι, δεν ξέρουμε πού πατάμε και πού βρισκόμαστε. Το τέλος του Οκτώβρη μοιάζει με την αρχή του Μάη. Και ο χειμώνας είναι σαν ένα πλεκτό από Αλκυονίδες. Ναι, είναι ωραία, δεν ανάβουμε τη θέρμανση. Αλλά δεν παύει να είναι παλιόκαιρος.