Δεν θέλουν πόλεμο, αλλά δεσμεύονται να δώσουν την «αρμόζουσα απάντηση» στα ισραηλινά πλήγματα εναντίον ιρανικών στρατιωτικών στόχων: αυτή είναι η πολιτική της Τεχεράνης, όπως την έθεσε ο πρόεδρος του Ιράν Πεζεσκιάν. Και είναι γεγονός ότι πρόκειται για, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, λίαν παράδοξη πολιτική: τι σημαίνουν όλα αυτά όταν μιλάει κανείς για την εκτόξευση εκατοντάδων πυραύλων; Ποιο νόημα μπορεί να έχει η φράση «δεν θέλουν πόλεμο»; Και όμως έχει – και, εν προκειμένω, είναι το καθοριστικό.

Από την επομένη σχεδόν της τρομερής τρομοκρατικής επίθεσης εναντίον του Ισραήλ, από την οποία ξεκίνησαν όλα, είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι το τελευταίο που επιθυμεί το Ιράν είναι να εμπλακεί το ίδιο σε πόλεμο. Η Τεχεράνη κυριολεκτικά σέρνεται από τις εξελίξεις και κυρίως από δύο παραμέτρους τους: την προσπάθεια της Χαμάς να προκαλέσει γενική σύρραξη, τόσο τυφλή που δεν της επιτρέπει να δει ένα βήμα παρακάτω από τις πράξεις της, αλλά και την αποφασιστικότητα του Ισραήλ όχι απλώς να αμυνθεί, αλλά να τα φτάσει όλα αυτά μέχρι τέλους: να απαλλαγεί οριστικά από αυτόν τον συνεχή κίνδυνο. Οι δύο αυτές παράμετροι έχουν θέσει εξ αρχής το Ιράν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρείας, τοποθετώντας το σε ένα πολιτικό κρεβάτι του Προκρούστη από το οποίο έκανε – και κάνει – παν δυνατό για να ξεφύγει. Και στην προσπάθειά του αυτή, έχει και τη σιωπηρή πολλαπλή αρωγή της διεθνούς κοινότητας, που το διευκολύνει να απεμπλακεί.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το ιρανικό ιερατείο που κυβερνά τη χώρα να γίνεται έξαλλο με το φιάσκο, από πλευράς στρατηγικής, που υπήρξε η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, καθώς οι τζιχαντιστές τρομοκράτες, κράτος εν κράτει επί χρόνια στη Γάζα, έμπλεξαν το Ιράν σε μία περιπέτεια που δεν πρόκειται να έχει καλό τέλος. Και στην Τεχεράνη αυτό το ξέρουν καλά. Παρά αυτή τη βεβαιότητα όμως, σύρονται σταδιακά σε μία πολύ μεγάλη περιπέτεια την οποία δεν θέλει πραγματικά κανείς. Ομως το Ιράν οφείλει να προστατεύσει τον ρόλο του ως η ηγέτιδα δύναμη όλων αυτών των δυνάμεων. Αλλά, ακόμα περισσότερο, οφείλει να προστατεύσει τον ίδιο του τον εαυτό και τη δυνατότητά του να συνεχίζει να είναι σημαντικός διεθνής παράγοντας και συνομιλητής, κάτι στο οποίο αξιοποιεί και αυτόν τον ρόλο. Πρέπει λοιπόν να αντιδράσει «τόσο όσο»: τόσο που θα έχει αντιδράσει, όσο όμως δεν θα οδηγήσει σε χτυπήματα εναντίον του που θα είναι εξοντωτικά, αλλά θα παραμείνουν ελεγχόμενα, όπως και συνέβη: αυτά σχετίζονταν αποκλειστικά με ζητήματα της όποιας επιθετικής του ικανότητας, χωρίς να χτυπάνε «στο ψαχνό».

Γι’ αυτό και βλέπει κανείς τα πολύ περίεργα αυτά φαινόμενα, όπως τις δηλώσεις του ιρανού προέδρου, ή, πολύ περισσότερο, όπως τις προειδοποιήσεις για το πότε θα γίνουν οι επιθέσεις και για τον σχεδιασμό τους ο οποίος είναι εκατέρωθεν ο… ευγενέστερος που μπορεί να υπάρξει. Τι δεν βλέπει κανείς; Μεταξύ άλλων, την παραδοσιακή μορφή αληθινής κινητοποίησης και φανατισμού του λαού από το καθεστώς στο Ιράν υπέρ του πολέμου, τους Αμερικανούς να «κόβουν τις γέφυρες», ή το Ισραήλ να ασκεί την πλήρη ισχύ του για στρατιωτικά πλήγματα στη χώρα: όλα γίνονται «με το γάντι».

Το Ιράν, που, επιπλέον, λειτουργεί απομονωμένο, ουσιαστικά χωρίς συμμαχίες στον ισλαμικό και τον αραβικό κόσμο που παρακολουθεί απόμακρος, δηλαδή, πρακτικά, υπέρ του Ισραήλ, θέλει να τελειώνει αυτή η ιστορία, αλλά δεν θέλει στο τέλος της να έχει χάσει τον μύθο και τον ρόλο του. Και αυτή είναι μία δύσκολη εξίσωση, η επίλυση της οποίας περνάει ουσιαστικά μόνον μέσα από έναν δρόμο, από τον οποίο τελικά περνούν όλα: την πλήρη ήττα, μετά της Χαμάς και της Χεσμπολάχ. Το Ιράν πρέπει πλέον να συνηθίσει στην ιδέα ότι θα χάσει αυτά τα δύο «πλοκάμια» του – το πρώτο ήδη νεκρώθηκε. Και αυτό θα είναι το αληθινό κόστος του πολέμου για την Τεχεράνη, που όλα αυτά γίνονται με δικούς της πόρους και ενθάρρυνση. Μα που ίσως, τελικά, ξέφυγαν από τον έλεγχό της.