«Πήραν τον δάσκαλο του Κνουτ, ξέρεις»: είναι κάτι που έλεγε συχνά η γιαγιά του Πολ όταν, ως παιδί, ρωτούσε για τη ζωή στη Νορβηγία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μερικές φορές, του μιλούσε για τις μερίδες ψωμιού που ήταν γεμάτο πριονίδι και για τους καλοντυμένους κακοποιούς που περιφέρονταν τα πέντε χρόνια που οι ναζιστικές δυνάμεις καθυπόταξαν τη δημοκρατία της Νορβηγίας, έδειχνε όμως ιδιαίτερα αποφασισμένη να του δώσει να καταλάβει τι συνέβη στον εκπαιδευτικό που δίδασκε τον παππού του στο αγρόκτημα της παιδικής του ηλικίας, δίπλα στο φιόρδ.

Ο Πολ επισκέφθηκε το οικογενειακό αγρόκτημα το περασμένο καλοκαίρι, ανυπομονώντας να μάθει περισσότερα για τη ζωή του δασκάλου, του Λαρς Νάντβεντ. Το μικροσκοπικό σχολείο όπου εργαζόταν εξακολουθεί να βρίσκεται στην ιδιοκτησία – κατά την προπολεμική ακμή του, τα παιδιά σε αυτή την απομακρυσμένη γωνιά της Δυτικής Νορβηγίας πήγαιναν με βάρκα στο σχολείο στο Μοστράουμεν, ένα εύπορο αγρόκτημα για την εποχή του. Ο Νάντβεντ είχε διδάξει σε ένα από τα πιο ειρηνικά περιβάλλοντα που μπορεί να φανταστεί κανείς: ένα μικροσκοπικό σχολικό κτίριο πλάι σε ένα φιόρδ, έναν στενό πορθμό όπου το νερό ρέει γρήγορα προς όποια κατεύθυνση υπαγορεύει η παλίρροια.

Σύμφωνα με ένα βιβλίο τοπικής ιστορίας, ο Νάντβεντ άρχισε να διδάσκει στον μικρό δήμο Μοντάλεν το 1915. Παρότι σήμερα τιμάται στην περιοχή ως δάσκαλος, το βιβλίο τον περιγράφει ως ένα είδος ανθρώπου της Αναγέννησης: ήταν «ο πρώτος από τους δασκάλους στο Μοντάλεν που απέκτησε αυτοκίνητο», μια παραδοξότητα για μια περιοχή που, μέχρι πρόσφατα, είχε περιορισμένη οδική πρόσβαση.

Ο Νάντβεντ συνέχισε να διδάσκει και μετά τη ναζιστική εισβολή στη Νορβηγία, τον Μάιο του 1940, παραιτήθηκε όμως στις αρχές του 1942 – μαζί με χιλιάδες άλλους εκπαιδευτικούς. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση-μαριονέτα των Ναζί με επικεφαλής τον Βίντκουν Κουίσλινγκ προσπαθούσε να επιβάλει ένα ναζιστικό πρόγραμμα μαθημάτων στα σχολεία, αλλά οι δάσκαλοι δεν το δέχονταν. Με σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή και την ελευθερία τους, λοιπόν, εγκατέλειψαν μαζικά τα πόστα τους.

Το φοβερό είναι πως η συλλογική τους πράξη αντίστασης πέτυχε: μια κοινωνία χωρίς εκπαιδευτικούς, δυσβάσταχτη επιπλοκή ακόμα και για τον πιο επιδέξιο πολιτικό ηγέτη, κατέβαλε εύκολα τον αδέξιο Κουίσλινγκ. Μέχρι το τέλος του 1942, οι περισσότεροι από τους περίπου 1.300 εκπαιδευτικούς που είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Αλλά ο Νάντβεντ δεν δίδαξε ποτέ ξανά, δεν επέζησε καν από την απεργία των καθηγητών, αφού πιάστηκε να φιλοξενεί δύο αντιστασιακούς στην ιδιοκτησία του. H Γκεστάπο τον συνέλαβε εκείνο τον Μάιο, και σύντομα εμφανίστηκε σε ένα τοπικό νοσοκομείο με εμφανή σημάδια βασανιστηρίων. Εκεί, στις 7 Ιουνίου 1942, ο δάσκαλος που καθοδήγησε μια ολόκληρη γενιά παιδιών στο αγρόκτημα πέθανε δολοφονημένος από τους Ναζί.

Ο παππούς του Πολ και μια ολόκληρη γενιά παιδιών της περιοχής μεγάλωσαν γνωρίζοντας ότι ο δάσκαλός τους είχε συλληφθεί και δολοφονηθεί επειδή αντιστάθηκε στους φασίστες. Στο νεκροταφείο της πλησιέστερης στο Μοστράουμεν πόλη, υπάρχει ένα μνημείο για τον Νάντβεντ και έναν ακόμα ντόπιο δάσκαλο που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, τον Κνουτ Οτερσταντ. Οπως συνηθίζουν να κάνουν τα νορβηγικά μνημεία, έτσι και αυτό τραβάει την προσοχή με την απλότητά του: ένας γρανιτένιος ογκόλιθος καθισμένος στο γρασίδι, με τα ονόματα των δύο ανδρών σκαλισμένα στην επίπεδη άκρη του. Εμπειρίες σαν αυτή σημάδεψαν τόσο βαθιά τους Νορβηγούς που 70 χρόνια αργότερα, στις ΗΠΑ πια, η γιαγιά του Πολ εξακολουθούσε να του μιλάει για αυτό.

Αρθρογράφος των «Los Angeles Times» εδώ και δύο δεκαετίες, υπεύθυνος για τις επιστολές των αναγνωστών, ο Πολ Θόρντον έγραψε τις προάλλες την ιστορία αυτή στην εφημερίδα γιατί, δέκα χρόνια αφότου πέθανε η γιαγιά του και 30 χρόνια από όταν πέθανε ο παππούς του, οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν «μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία ο ένας υποψήφιος απειλεί με αντίποινα τους επικριτές του και έχει διατυπώσει σχέδια για την πιστοποίηση των εκπαιδευτικών με βάση τον πατριωτισμό τους και τη διακοπή της χρηματοδότησης από τα δημόσια σχολεία που δεν του αρέσουν». Και αυτό το ρεφρέν της γιαγιάς του, «πήραν τον δάσκαλο του Κνουτ, ξέρεις», ηχεί στα αφτιά του δυσάρεστα δυνατά.

Το κατά πόσο είναι θεμιτό ή όχι να στηρίζουν οι εφημερίδες επισήμως κάποιον πολιτικό υποψήφιο είναι μεγάλη συζήτηση, που μαίνεται εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ. Οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισαν, παραμονές των εκλογών, οι μεγαλοεπιχειρηματίες ιδιοκτήτες των «Los Angeles Times» και της «Washington Post» να μη στηρίξουν επισήμως κανέναν υποψήφιο είναι, αντιθέτως, ξεκάθαροι μέσα στην ευτέλειά τους. Λίγη ώρα να αφιερώσει όμως κανείς στους ιστοτόπους των δύο αυτών εφημερίδων, καταλαβαίνει πως, παρ’ όλες τις ατέλειές τους, βρίσκονται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Οσος σεβασμός πρέπει, λοιπόν, στα στελέχη που παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, άλλος τόσος, ίσως και περισσότερος, πρέπει στους δημοσιογράφους που παραμένουν, και παλεύουν να κάνουν τη δουλειά τους. Ειδάλλως βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος, και χρόνος για τέτοια πια δεν υπάρχει.