Ελάχιστες μέρες πριν από τις κρισιμότερες εκλογές της ήδη εκτροχιασμένης εποχής μας, το αποτέλεσμα παραμένει, θεωρητικά, ανοικτό, αλλά ένα προαίσθημα ματαιότητας και αδυναμίας είναι κυρίαρχο: μοιάζει σαν η Αμερική και ο κόσμος να ετοιμάζονται, από την ερχόμενη Τετάρτη, να κάνουν ένα άλμα στο κενό. Ενα κενό που δεν θα έχει τίποτα το πρωτόγνωρο ή το αβέβαιο.
Η φετινή προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ υπήρξε εντελώς ιδιότυπη: με έναν καταδικασμένο για πολλά σοβαρά αδικήματα και εγνωσμένου βίου και πολιτείας υποψήφιο, τον απερχόμενο πρόεδρο να αποσύρει, σχεδόν αναγκαστικά, την υποψηφιότητά του την τελευταία στιγμή και μια υποψήφια των Δημοκρατικών που, πριν ριχτεί στη μάχη, θεωρούνταν αδύναμη, στην αρχή της καμπάνιας της έδειχνε να «γυρνάει το παιχνίδι» και, στη συνέχεια, χωρίς το παραμικρό στραβοπάτημα, να χάνει τη δυναμική της. Φυσικά παίζουν ρόλο οι εγγενείς στρεβλώσεις του αμερικανικού εκλογικού συστήματος – μπορεί να εκλεγεί, για λίγες χιλιάδες ψήφους, σε ελάχιστες Πολιτείες ένας υποψήφιος που έχει χάσει καθαρά στη λαϊκή ψήφο –, καθώς και η ιδιαίτερη ψυχολογία του «μέσου αμερικανού ψηφοφόρου», τον οποίο αφήνουν εντελώς ασυγκίνητο έννοιες όπως η «δημοκρατία», η «αξία», το «γενικό καλό», η «κατάσταση του κόσμου».
Υπάρχουν, όμως, επιπλέον, τέσσερα αντικειμενικά στοιχεία που καθιστούν μια ενδεχόμενη εκλογή Τραμπ εντελώς εκτός δημοκρατικής λογικής.
Πρώτον, το γεγονός ότι έχει ξανακυβερνήσει και είναι γνωστό το «έργο» του, στο οποίο, πέρα από το σάρωμα των θεσμών, ξεχωρίζει η πλήρης αποτυχία να βελτιώσει τη ζωή αυτών που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, δηλαδή των «εκτός συστήματος» μεσοστρωμάτων, ιδίως των λευκών, χαμηλού εισοδήματος και μόρφωσης κατοίκων εκτός αστικών κέντρων.
Δεύτερον, ότι ο άνθρωπος αυτός όχι μόνο δεν «βελτιώθηκε» ή «ωρίμασε» μετά την πρώτη καταστροφική θητεία του, αλλά σήμερα έχει απολέσει και τις τελευταίες ικμάδες σοβαρότητας και αξιοπρέπειας, προβάλλοντας συνειδητά έναν τύπο επικίνδυνου «τρελού του χωριού».
Τρίτον, ότι αυτός και το περιβάλλον του όχι απλώς δεν κρύβουν αλλά έκαναν προεκλογικό τους πρόγραμμα τον εκφασισμό: γιατί – και θα με συγχωρέσουν αυτοί που ισχυρίζονται ότι ιστορικοί, επιστήμονες και παλιοί συνεργάτες του ίδιου του Τραμπ αποκαλούν φασισμό «ό,τι δεν τους αρέσει» ή «ό,τι δεν είναι σύμφωνο με την Αριστερά» – είναι φασισμός η καταφυγή στα όπλα για την επίλυση πολιτικών διαφορών, η μη αποδοχή ενός αρνητικού αποτελέσματος, η απειλή και σύντομα η πράξη φυλάκισης των διαφωνούντων, η ποινικοποίηση της διαφορετικότητας, των μειονοτήτων και των γυναικών (το πώς ψηφίζουν γυναίκες έναν άνθρωπο που φέρεται και μιλά στις γυναίκες σαν να ήταν κρέας είναι παραπάνω από μυστήριο, διαστροφή). Και τέταρτον, το ότι ακριβώς επειδή ο κόσμος στις μέρες μας είναι στα πρόθυρα της έκρηξης, ένας τέτοιος πρόεδρος στην ηγεσία του θεωρητικά πιο «πολιτισμένου» κομματιού του – που δεν παύει, όσα και να είναι τα προβλήματά της και ό,τι και να λένε οι λογής σχετλιαστές, να είναι αυτό που αποκαλούμε «Δύση» – θα επιταχύνει νομοτελειακά την πορεία προς τη βαρβαρότητα.
Αν (επαν)εκλεγεί μεθαύριο ο Τραμπ, ο κόσμος θα συνεχίσει, για κάποιο διάστημα, να γυρίζει, αλλά οι δυνατότητες να πάει μπροστά θα έχουν εκμηδενιστεί: Κίνα, Ρωσία, πόλεμοι, καταστροφή του περιβάλλοντος, αυταρχισμός θα πάρουν το πάνω χέρι. Ας το σκεφτούν όσοι «προοδευτικοί» ισχυρίζονται ότι τον Τραμπ εκλέγει η κακή κατάσταση του σημερινού κόσμου. Και ας το λάβουν, κυρίως, υπόψη τους, αν προλαβαίνουν, οι αμερικανοί ψηφοφόροι. Μόλις κλείσει το «ταμείο» κανείς δεν θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει κάτι πίσω.
Ο Κ. Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος