Στον άξονα καραμανλικών – σαμαρικών κινούνται τις τελευταίες ημέρες με τη βεβαιότητα ότι ακόμη κι αν υπήρχε πρόθεση στο Μέγαρο Μαξίμου για ένα μεγάλο βήμα στα ελληνοτουρκικά, το ζήτημα έχει λήξει. Οι προειδοποιήσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών αρκούσαν για να αναθεωρηθεί ο σχεδιασμός – τουλάχιστον έτσι ερμηνεύουν τα σήματα που εκπέμπει εσχάτως το κυβερνητικό και διπλωματικό κέντρο, χαμηλώνοντας τον πήχη των προσδοκιών. Στο πρωθυπουργικό επιτελείο, ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι στην παρούσα φάση έχει ανοίξει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για να διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο εκατέρωθεν του Αιγαίου, που εάν δεν αξιοποιηθεί δύσκολα θα ξανανοίξει τις επόμενες δεκαετίες. Από τη δική τους οπτική, καταλυτικό ρόλο για μια διαφορετική πορεία διαδραματίζει προσωπικά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αν ο Χακάν Φιντάν επιμείνει την Παρασκευή στην Αθήνα για έναρξη διαπραγματεύσεων με στόχο μια «συμφωνία – πακέτο» για όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, τουλάχιστον όπως το καθορίζει η Αγκυρα, είναι προφανές ότι η συζήτηση θα ολοκληρωθεί πριν καν ξεκινήσει. Οι δύο ΥΠΕΞ θα επιβεβαιώσουν ότι δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος για το επόμενο βήμα – και οι διμερείς επαφές θα περιοριστούν εφεξής στα ζητήματα χαμηλής πολιτικής, σχεδόν με αποκλειστικό στόχο να διατηρηθούν τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο. Το ζητούμενο είναι πώς θα αντιμετωπίσει η Αθήνα μια εντολή του Ερντογάν στον Φιντάν να ανοίξει ο διάλογος για τις θαλάσσιες ζώνες και την υφαλοκρηπίδα, αφήνοντας στην άκρη – και για μελλοντικούς κύκλους διαπραγματεύσεων – άλλες τουρκικές αξιώσεις. Δεν πρόκειται για το σενάριο που δείχνει επικρατέστερο, αλλά σε μια τέτοια εξέλιξη η Αγκυρα θα έχει στείλει όντως ένα μήνυμα για αλλαγή σελίδας στα διμερή. Και η Αθήνα θα πρέπει να διαχειριστεί μια νέα κατάσταση.

Είναι περίπου ξεκάθαρο ότι για τον κατευνασμό των παθών, στο εσωτερικό μια τέτοια εξέλιξη θα προβληθεί ως τουρκική υποχώρηση. Την ίδια ώρα που η τουρκική κυβέρνηση θα διαβεβαιώνει το δικό της ακροατήριο ότι όλα τα ζητήματα που βάζει η Τουρκία στο τραπέζι (από την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών έως τις γκρίζες ζώνες και τη μειονότητα), παραμένουν εκεί και θα δοκιμάζουν καθημερινά την Αθήνα. Ανεξάρτητα από την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση των επόμενων εβδομάδων, ωστόσο, ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν θα προετοιμάζονται για να ολοκληρώσουν αυτό το νέο βήμα τον Ιανουάριο στην Αγκυρα, με τα εύσημα από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον να περισσεύουν. Οταν δοθεί το σήμα από τις πολιτικές ηγεσίες, οι ομάδες των ειδικών που θα ορίσουν οι δύο κυβερνήσεις (με διπλωμάτες, γεωγράφους, καθηγητές του Διεθνούς Δικαίου κ.ά.) θα ανοίξουν τους χάρτες.

Στην τελευταία προεδρική θητεία του, όπως ο ίδιος έχει προαναγγείλει, και με ένα τέταρτο του αιώνα στο τιμόνι της Τουρκίας, για την Αθήνα ο Ερντογάν μπορεί πράγματι να κάνει την υπέρβαση και να αποφασίσει να προσθέσει στην πολιτική κληρονομιά του και μια νέα σχέση με την Ελλάδα – που θα αποτελεί στην πραγματικότητα και μια νέα σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη και τη Δύση. Πρόκειται για προσέγγιση, βέβαια, που διαγράφει τις εθνικιστικές εξάρσεις και τη σχεδόν αποκήρυξη από την πλευρά του τούρκου προέδρου των Συνθηκών που διαμέλισαν έναν αιώνα νωρίτερα την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά για την Αθήνα κάθε επιλογή μετά τον Ερντογάν μπορεί να αποδειχθεί χειρότερη για την πορεία των ελληνοτουρκικών. Ακόμη και τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», άλλωστε, που μπήκαν ανάμεσά μας από τη δεκαετία του ΄90, την είχαν ανακαλύψει οι κοσμικοί της Αγκυρας και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ενθουσιάζει τον Ερντογάν.

Μπορεί ο τούρκος πρόεδρος να δώσει εντολή στον Φιντάν να ασχοληθεί με τις θαλάσσιες ζώνες και την υφαλοκρηπίδα –  μία και μόνη διαφορά, κατά την ελληνική ατζέντα – και να τις απομονώσει από την τουρκική ατζέντα; Κατά μια θεωρία, που ασπάζονται αρκετοί στην Αθήνα, είναι εφικτό, καθώς η μία συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες στην πραγματικότητα θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια την εικόνα για όλα τα διμερή ζητήματα – κάποια θα τα λύσει η ίδια η ζωή. Ο Ερντογάν κρατάει το κλειδί.