Η «Famagusta», η σειρά του Mega σε σκηνοθεσία Αντρέα Γεωργίου και σενάριο Βάνας Δημητρίου, που έφερε στη μικρή οθόνη μνήμες από την κυπριακή τραγωδία του 1974, επιστρέφει από αύριο για να γράψει τον συγκινητικό της επίλογο. Στα οκτώ επεισόδια που απομένουν μέχρι το φινάλε, με φόντο τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο νησί μετά την τουρκική εισβολή, ζωντανεύουν νέες μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν την απώλεια και τον ξεριζωμό. Παράλληλα, ξετυλίγεται το νήμα της ζωής των ηρώων της σειράς στο σήμερα με μια επανασύνδεση που άργησε 50 χρόνια κι έναν επικείμενο αποχωρισμό που θα προκαλέσει αβάσταχτο πόνο. Σε όλες αυτές τις εξελίξεις κεντρικό ρόλο παίζει ο Μάικλ, ο ήρωας που υποδύεται ο Χρήστος Λούλης και πλέον βλέπει νέες προοπτικές να ανοίγονται στο μέλλον του. Με αφορμή την πρεμιέρα των νέων επεισοδίων, ο έμπειρος ηθοποιός μίλησε στα «Πρόσωπα».
Τι θα δούμε στα νέα επεισόδια της «Famagusta»;
Θα δούμε να διευθετούνται πολλές από τις εκκρεμότητες που έχουν μείνει αλλά και την εξέλιξη των δύο μεγάλων ιστοριών, εκείνης του χαμένου παιδιού και της επανασύνδεσης όλων των μελών της οικογένειας και της άλλης σχετικά με την υγεία του Παύλου. Θα δούμε πώς πάλι μπλέκεται το παρελθόν με το παρόν και το γνωστό μοτίβο με τις μαρτυρίες των ανθρώπων από την εισβολή. Μ’ έναν τρόπο, θα δούμε πώς αυτή η οικογένεια, αφού αντιμετωπίσει το παρελθόν της και συμφιλιωθεί με αυτό, αρχίζει τώρα τον καινούργιο βηματισμό προς το μέλλον.
Πώς βλέπετε τον αντίκτυπο που έχει η σειρά στο κοινό;
Επειδή μ’ αρέσει η ιστορία και γενικά διαβάζω αρκετά, πίστευα ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν κάποια πράγματα για εκείνη την εποχή και το νησί. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι οι πιο πολλοί δεν γνωρίζουν, όχι μόνο τι έγινε το ’74 στην Κύπρο και για ποιον λόγο, αλλά και τι γινόταν στην Ελλάδα. Οπότε υπάρχουν δύο κατηγορίες αντιδράσεων. Η μία είναι των ανθρώπων που γνωρίζουν και συγκινούνται, ανατριχιάζουν και μπορεί να έχουν και κάποια ένσταση τύπου γιατί δεν λέμε κάποια πράγματα. Αλλά υπάρχει και η άλλη κατηγορία, η οποία πρωτοακούει όλα αυτά και σοκάρεται κιόλας. Καμιά φορά σε συζητήσεις, στέκομαι απέναντί τους με αμηχανία, μην ξέροντας τι πρέπει ή θέλω να τους πω. Καμιά φορά θέλω να κάτσω να κάνω μαζί τους κουβέντα ολόκληρη για όσα έγιναν. Αλλες φορές θέλω να τους πω «μα γιατί δεν ανοίγετε κανένα βιβλίο να διαβάσετε τίποτα; Η χώρα σας είναι, το έθνος σας». Και δεν κάνω τίποτα από αυτά. Τις πιο πολλές φορές απλά αφήνω την ιστορία αυτής της σειράς να κάνει τη δουλειά της, με την έννοια ότι μπορεί και κάποιος, έστω και ένας, να εμπνευστεί και να αρχίσει να ψάχνει το τι έγινε τότε. Είμαι της άποψης που λέει το γνωστό ρητό ότι αν δεν μελετάς την ιστορία, είσαι καταδικασμένος να την επαναλάβεις. Ο άνθρωπος πάντα θα ξεχνάει, θα θέλει παραπάνω, θα φοβάται, θα μισεί. Στον βαθμό λοιπόν που δεν οφείλονται σε αυτά, όταν κάπως αναγνωρίζεις τα μοτίβα της ιστορίας ως άνθρωπος, μπορείς να ανοιχτείς, να ταξιδέψεις, να διαβάσεις, να μορφωθείς, να καταλάβεις ότι εν πάση περιπτώσει δεν είναι απλά τα πράγματα, δεν είναι μαύρο άσπρο. Είναι πολύπλοκα και όπως πολύπλοκα είναι τώρα, έτσι ήταν και τότε και θα είναι πάντα, ούτως ώστε να μην ψάχνεις την εύκολη λύση, αυτή που θα σε κάνει να νιώθεις καθησυχασμένος και σίγουρος μέσα στην ιδεοληψία σου. Τότε έχει χρησιμότητα η «Famagusta» μεγάλη γιατί βάζει έναν αρκετά μεγάλο σπόρο σε μια κοινή γνώμη, η οποία ακόμα και στην Κύπρο, όχι μόνο στην Ελλάδα, για να ζήσει τη σημερινή ζωή και να πάει προς το μέλλον, έχει επιλέξει σε έναν βαθμό να ξεχάσει το παρελθόν. Καταλαβαίνω, είναι κάπως φυσιολογικό, αλλά θέλει κι ένα μέτρο για να μην τα ξεχάσουμε και όλα.
Εχετε σκεφτεί πώς θα απαντούσατε σε έναν τούρκο θεατή που θα σας εξέφραζε αντιρρήσεις ή διαφωνίες για τη σειρά και τα γεγονότα που παρουσιάζει;
Θα του έλεγα ότι τα γεγονότα αυτά είναι μαρτυρίες ανθρώπων που ήταν εκεί και που ζουν ακόμη. Θα του έλεγα ότι υπάρχουν αυτή τη στιγμή περί τους 1.600 αγνοούμενους, των οποίων τα οστά βρίσκονται ανά καιρούς. Οτι υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες ακόμα εν ζωή άνθρωποι που ζήσανε τέτοια πράγματα και δεν ξέρω αν μπορείς να πεις ότι καθένας από αυτούς λέει ψέματα. Η σειρά δεν ασχολείται με το τι έφερε την εισβολή. Αυτό είναι πολυπαραγοντικό και μια μεγάλη συζήτηση. Δεν ασχολείται ούτε με τα σχέδια επίλυσης, ούτε με τις διακοινοτικές συγκρούσεις, ούτε με την Αγγλία που έφυγε, ούτε με την Τουρκία και την Ελλάδα, ούτε με την ελληνική χούντα. Η σειρά ασχολείται με την εισβολή. Δεν προσπαθούμε να αιτιολογήσουμε και να πούμε οι κακοί Τούρκοι, οι καλοί Ελληνες ή το αντίστροφο. Εμείς επικεντρωνόμαστε στην εισβολή, στο ότι μπήκε ένας στρατός και μέχρι τώρα κατέχει το 1/3 του νησιού. Ανθρωποι έχουν χάσει σπίτια, τις πατρίδες, τα παιδιά, τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους. Και αυτό το οποίο είναι μία αλήθεια, θες δεν θες. Τα επιχειρήματα της τουρκικής πλευράς, όταν εκφράστηκαν από το υπουργείο Εξωτερικών και διάφορους κύκλους, ήταν στο ότι ο τουρκικός στρατός μπήκε εκεί για να ελευθερώσει, για να προστατέψει τους Τουρκοκυπρίους. Αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο δεν ασχολούμαστε εμείς. Εμείς δεν λέμε για ποιον λόγο μπήκε ο στρατός. Ασχολούμαστε με την εισβολή, με ανθρώπους που λένε τις ιστορίες που περάσανε. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες τέτοιες ιστορίες και δεν μπορείς να πεις ότι όλοι λένε ψέματα.
Βλέπουμε ότι η τηλεόραση έχει τη δύναμη να αγγίζει πιο μαζικό κοινό σε σχέση με το θέατρο ή ίσως και τον κινηματογράφο. Νιώθετε ότι αυτό σας δίνει μεγαλύτερη ευθύνη ως καλλιτέχνη ως προς τα μηνύματα που μεταφέρετε μέσα από τους ρόλους σας;
Και ναι και όχι. Στο θέατρο είμαι πιο πολύ υπεύθυνος εγώ, ως ηθοποιός από την αρχή στο τέλος, στη σκηνή. Το «μοντάζ» γίνεται επί σκηνής ενώ στην τηλεόραση ή στο σινεμά, αφού τελειώσει η δική μου δουλειά, μετά αναλαμβάνει κάποιος άλλος να το φτιάξει αυτό, να το κάνει εικόνα και αφήγηση. Καταλαβαίνω ότι επειδή η τηλεόραση είναι ένα πιο μαζικό είδος, καμιά φορά οι δημιουργοί νιώθουν ότι δεν θα έπρεπε να ασχολούνται με δύσκολα θέματα ή λεπτά ή της κοινωνικής πραγματικότητας, χωρίς όμως να τα καρικατουροποιήσουν. Δεν είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος από αυτό στην ελληνική τηλεόραση. Δεν έχω δει μεγάλες παραγωγές να ασχολούνται με θέματα του τώρα, μ’ έναν τρόπο όμως που δεν καρικατουροποιεί τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους ή που δεν δίνει εύκολες απαντήσεις, ευκολομάσητες. Ως κοινό είμαστε πια εκπαιδευμένοι, έχουμε δει τόσες ξένες σειρές, όχι μόνο ιστορικές ή κοινωνικές, αλλά να έχουν μια φοβερή ιδέα. Εμείς λιγάκι στην Ελλάδα το φοβόμαστε αυτό. Δεν το λέμε, δεν το κάνουμε, δεν το ‘χουμε, ενώ το κοινό πιστεύω είναι διψασμένο για κάτι τέτοιο.
Τι σας έχει αφήσει η μέχρι τώρα τηλεοπτική σας πορεία που ίσως το θέατρο/κινηματογράφος να μην έχει δώσει;
Δεν ξέρω. Νομίζω πως πιο πολύ μου έχει αφήσει το ότι η τέχνη μπορεί να υπάρξει παντού. Ακόμα και στην τηλεόραση, που μέχρι τώρα κακώς τη θεωρούσαμε εμείς οι ηθοποιοί ως ένα υποδεέστερο είδος. Δεν είναι το είδος που φταίει αλλά ο τρόπος που νομίζουμε ότι πρέπει να το κάνουμε. Μπορούμε να το κάνουμε πολύ πολύ καλά. Στην Ελλάδα έχουμε, άλλωστε, πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς και τεχνικούς. Αν ξεκολλήσουμε από τη φοβία μας, αν αποκτήσουμε ξαφνικά μια πιο μεγάλη τόλμη, από τα κανάλια μέχρι και τον μπούμαν ή τον άνθρωπο που κάνει φροντιστήριο σε μια παραγωγή, και μεγαλύτερη πίστη στις δυνατότητές μας και επαγγελματισμό, μπορούμε να κάνουμε θαύματα.