Ο πεντάχρονος Μιλάντ Σαλάμα ξύπνησε ενθουσιασμένος εκείνη την ημέρα, 15 Φεβρουαρίου του 2012.
Θα πήγαιναν εκδρομή με το νηπιαγωγείο σε ένα θεματικό πάρκο στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ.
Στον δρόμο το σχολικό λεωφορείο συγκρούεται και πιάνει φωτιά. Ο πατέρας του, Αμπεντ, μαθαίνει για το τροχαίο, σπεύδει στο σημείο και βρίσκει ένα χάος – τα παιδιά έχουν μεταφερθεί σε διάφορα νοσοκομεία στην Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Οχθη, κάποια αγνοούνται, άλλα δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν λόγω της φωτιάς που ξέσπασε.
Κάπως έτσι ξεκινά η οδύσσεια του Αμπεντ για να μάθει τι απέγινε ο Μιλάντ.
Είναι ο χειρότερος εφιάλτης κάθε γονιού, αλλά για τον Αμπεντ συνδυάζεται με έναν λαβύρινθο σωματικών, συναισθηματικών και γραφειοκρατικών εμποδίων που πρέπει να ξεπεράσει επειδή είναι Παλαιστίνιος.
Βρίσκεται στη λάθος πλευρά του διαχωριστικού τείχους στην πόλη του, έχει λάθος ταυτότητα για να περάσει τα στρατιωτικά σημεία ελέγχου και έχει λάθος χαρτιά για να μπει στην πόλη της Ιερουσαλήμ.
Η αναζήτηση του Αμπεντ να βρει τον γιο του μπλέκεται με τις ιστορίες πολλών άλλων, Εβραίων και Παλαιστινίων, των οποίων οι ζωές και οι ιστορίες συγκλίνουν απροσδόκητα.
Κάποια χρόνια αργότερα, ο αμερικανοεβραίος δημοσιογράφος Νέιθαν Θρωλ, πρώην διευθυντής του αραβοϊσραηλινού International Crisis Group, ο οποίος ζει στην Ιερουσαλήμ με τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά, αποφασίζει να αναζητήσει τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα, αρχικά με ένα εκτενές άρθρο στο New York Review of Books.
Ομως γρήγορα συνειδητοποιεί ότι η τραγική ιστορία που είχε επιλέξει να αφηγηθεί αποτελούσε μια εξαιρετική ευκαιρία να αναπτύξει πλήρως την κατάσταση της Παλαιστίνης, να εξηγήσει με γλαφυρό τρόπο τις δυσκολίες συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων στο Ισραήλ και τη Δυτική Οχθη.
Ακολούθησε το βιβλίο «Μια μέρα της ζωής του Αμπεντ Σαλάμα», που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα για το οποίο τιμήθηκε με το φετινό βραβείο Πούλιτζερ (Γενική τεκμηριογραφία), μια μοναδική αφήγηση για την κατανόηση του τι συμβαίνει σε ένα από τα πιο αιματοβαμμένα και αμφιλεγόμενα μέρη του κόσμου μας.
Μια πρωτότυπη προσέγγιση σε βάθος, καθώς, όπως έγραψε το περιοδικό Time, ο Θρωλ έχει «σοβαρή αλλεργία στη συμβατική σοφία».
Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε ως το «καλύτερο της χρονιάς» από τα περιοδικά New Yorker, Economist, Time, The New Republic και από τους Financial Times. Ενα βιβλίο που συνδέει το προσωπικό με το πολιτικό, μια λιτή αφήγηση που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο.
Ηθελα να ασκήσω κριτική σε ένα ολόκληρο σύστηµα
Γιατί διάλεξε αυτή την ιστορία από τόσο πολλές που σίγουρα γνωρίζει στα 20 χρόνια που ζει στην Ιερουσαλήμ;
«Πριν επιλέξω το συγκεκριμένο θέμα, ήξερα ότι ήθελα να εστιάσω σε κάτι που αποτελεί κοινό τόπο, κάτι που να μη θεωρήσει ο αναγνώστης ότι μπορεί να αποτελεί εξαίρεση, κάτι που οφείλεται στη λάθος απόφαση ενός διοικητή ή ενός πρωθυπουργού.
Ηθελα να ασκήσω κριτική σε ένα ολόκληρο σύστημα, που εκδηλώνεται καθημερινά. Υπήρχε όμως και μια σειρά από άλλους παράγοντες. Κυρίως με τράβηξε συναισθηματικά, ήταν μια εμβληματική τραγωδία όλου αυτού του συστήματος ελέγχου που δημιουργεί καθημερινά προβλέψιμες τραγωδίες. Εγινε επίσης σε μια τοποθεσία που μου επέτρεψε να περιγράψω τόσο πολλές πτυχές του συστήματος ελέγχου, σε μια κοινότητα που περιβάλλεται εξ ολοκλήρου από τοίχο, από πολλούς τοίχους. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είναι το σπίτι μου».
Εκεί, λοιπόν, σε μια περιοχή της Ιερουσαλήμ, τον «Δρόμο του Τζαμπά», κοντά στη συνοικία Ανάτα, μια περιοχή όπου κυριαρχεί το μεγαλύτερο δημόσιο έργο στην ιστορία του Ισραήλ, ένα τείχος που χωρίζει και ελέγχει τις παλαιστινιακές κοινότητες από εκείνες των αποίκων, το λεωφορείο του ιδιωτικού σχολείου του Μιλάντ ανατρέπεται από διερχόμενη νταλίκα. Δεκάδες άτομα σπεύδουν, αναζητώντας επιζώντες και προσπαθώντας να σώσουν τα παιδιά.
«Σε αυτή την ευρύτερη περιοχή της Ιερουσαλήμ ζουν οι μισοί από τους ισραηλινούς αποίκους, είναι η καρδιά του αποικισμού – εκτάσεις που έχουν καθοριστεί με διαφορετικούς τρόπους, περιοχή Α, Β και Γ, οι οποίες σχετίζονται πολύ με το πώς εξελίχθηκε η Ιστορία.
Σε αυτό βασίζεται το σύστημα αδειών που έχουν οι Παλαιστίνιοι για να κινούνται.
Παρακολουθούμε πώς διαφορετικοί οδηγοί προσπαθούσαν να μεταφέρουν αυτά τα παιδιά σε νοσοκομεία, όμως επειδή είχαν διαφορετικά χρώματα ταυτότητας δεν μπορούσαν να πάνε στα κοντινά νοσοκομεία. Αυτό που περιγράφω είναι ουσιαστικά ένα σύστημα απαρτχάιντ: μόνιμη έλλειψη σχολικών αιθουσών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, η οποία ανάγκαζε τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους σε πλημμελώς εποπτευόμενα σχολεία της Δυτικής Οχθης.
Διαχωριστικό τείχος και σύστημα αδειοδοτήσεων που είχε εξαναγκάσει μία τάξη του νηπιαγωγείου να κάνει μια μεγάλη και επικίνδυνη παράκαμψη… αντί να πάει στους παιδοτόπους που απείχαν δυο βήματα από το σχολείο τους.
Κανένας δεν πρότεινε να αποζημιωθούν από το ισραηλινό ταμείο για θύματα τροχαίων ατυχημάτων οι οικογένειες με πράσινες ταυτότητες που είχαν χάσει τα παιδιά τους… Κανένας δεν επισήμανε ότι η απουσία υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης από τη μία πλευρά του τείχους θα οδηγούσε με βεβαιότητα κάποια στιγμή σε τραγωδία».
Το τυχαίο συνδέεται με τους μηχανισμούς καταστολής και εποικισμού και τη μεγάλη εικόνα μιας διαχρονικής σύγκρουσης. Ο Θρωλ εξηγεί πως επίτηδες η περιγραφή ενός τόσο τραγικού γεγονότος όσο και της περίπλοκης ιστορίας της περιοχής γίνεται εξαιρετικά ήρεμα – στο βιβλίο έχουν θέση οι υπερβολές των αποίκων και των ισραηλινών στρατιωτών δίπλα σε παλαιστινιακές ομάδες, φατρίες που ανταγωνίζονται, χωρίς να λείπει η διαφθορά και η στρέβλωση.
Αντιμετώπισα τον χειρότερο εφιάλτη μου
Πόσο εύκολη ήταν η έρευνα σε κοινότητες με τέτοια ένταση μεταξύ τους, προκειμένου να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια μια τόσο τραγική ημέρα;
«Στην έρευνα υπήρχαν προκλήσεις όμως η μεγαλύτερη ήταν η συναισθηματική. Εχω τρεις κόρες, η μικρότερή μου είναι στην ηλικία των παιδιών που βρίσκονταν στο λεωφορείο. Κατά κάποιον τρόπο, αντιμετώπισα τον χειρότερο εφιάλτη μου, πώς είναι να χάσεις ένα από τα παιδιά σου.
Μία από τις φιλοδοξίες του βιβλίου ήταν να τοποθετήσει τον αναγνώστη στη θέση αυτού του λαού. Και για αυτό χρειάστηκε να πω με μεγάλη λεπτομέρεια την ιστορία της ημέρας του ατυχήματος, χρονολογικά. Ταυτόχρονα ήθελα να περιγράψω το σύστημα ελέγχου και επίσης να δώσω την ιστορία του Ισραήλ και της Παλαιστίνης μέσα από τα μάτια και την οικογενειακή ιστορία αυτών των χαρακτήρων.
Για παράδειγμα η οικογενειακή ιστορία της Χούντα, η οποία βοηθά στη διάσωση των παιδιών, αντιπροσωπεύει την ιστορία της παλαιστινιακής εξορίας, το 1948, και της εκδίωξης από τη Χάιφα».
Στο επίκεντρο της ιστορίας που αναδομήθηκε με μεγάλη ακρίβεια βρίσκονται τα παιδιά και ο οδηγός νταλίκας Ασρεφ Κέκας, ο οποίος στη διάρκεια μιας τρομερής καταιγίδας, οδηγούσε εκείνη την ημέρα με μεγάλη ταχύτητα ένα όχημα 30 τόνων σε βρεγμένη κατηφόρα.
Μετά το δυστύχημα, η συνέχεια γράφεται σε μπλοκαρισμένους δρόμους, με διασώστες που δεν έχουν εύκολη πρόσβαση λόγω του χωροταξικού χάους, συγγενείς που προσπαθούν να κάνουν αναγνώριση σε καρβουνιασμένα πτώματα, μητέρες στα πρόθυρα ψυχολογικής κατάρρευσης, αδέρφια που πρέπει να δώσουν δείγμα αίματος για να μάθουν αν το κομμάτι καμένης σάρκας λίγο πιο εκεί είναι ο αδερφός τους.
Ο Αμπεντ Σαλάμα φθάνει στον τόπο αναζητώντας τον Μιλάντ χωρίς να γνωρίζει εκείνη τη στιγμή ότι το κορμάκι του γιου του βρίσκεται σε έναν καρβουνιασμένο σωρό λίγο πιο πέρα. Δίπλα του εκτυλίσσονται άλλες οικογενειακές τραγωδίες εντάσσοντας στην αφήγηση έως και ζητήματα φύλου.
Οπως στην περίπτωση του Παλαιστίνιου Αζάμ που χτυπάει τη σύζυγό του, Νάνσι, απαιτώντας να παραιτηθεί από την αποζημίωση για τον θάνατο του γιου τους Σαλάχ.
Μια ακόμα διάσταση από τις πολλές που ξεδιπλώνονται στο βιβλίο μαζί με εκείνες του χάσματος γενεών μέσα στην ίδια κοινότητα, της προσωπικής ευθύνης που αισθάνεται ένας ισραηλινός τραυματιοφορέας, της φιλίας που μπορεί να αναπτύσσεται ακόμη και εκατέρωθεν του Τείχους, του συλλυπητήριου τηλεφωνήματος από τον επικεφαλής των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών προς τον συντετριμμένο πατέρα.
Να τιμήσω τις ζωές, τις αναμνήσεις, τους πενθούντες γονείς
«Ηταν σημαντικό για μένα να τηρήσω έναν ουδέτερο τόνο καθώς λέω αυτή την ιστορία. Να τιμήσω τις ζωές, τις αναμνήσεις αυτών των παιδιών, τους πενθούντες γονείς. Μου εμπιστεύτηκαν κάτι πραγματικά πολύτιμο». Βλέπει τον Αμπεντ ακόμα; «Συνέχεια τον βλέπω.
Υπέστη τρομερές επιπτώσεις στην υγεία του λόγω του δυστυχήματος και υποφέρει ακόμα και σήμερα από καρδιακά προβλήματα. Οπως όλοι οι Παλαιστίνιοι στη Δυτική Οχθη, τον τελευταίο χρόνο, η ζωή άλλαξε και για αυτούς, προς το χειρότερο.
Ηταν περιορισμένοι μέσα στην κοινότητα που περιβάλλει το τείχος, 130.000 άνθρωποι, κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να βγει.
Εχασαν όλες τις δουλειές τους. Χρειάζονται ώρες για να διανύσεις απόσταση για την οποία συνήθως χρειάζεσαι μισή ώρα, υπάρχει διακοπή της κίνησης, αύξηση του στρατού και ένταση της βίας από τους εποίκους προς τους Παλαιστινίους της Δυτικής Οχθης.
Το Ισραήλ έχει κατασχέσει περισσότερη παλαιστινιακή γη τον τελευταίο χρόνο στη Δυτική Οχθη από ό,τι συνολικά, τα προηγούμενα 20 χρόνια».
«Υπάρχει μια απανθρωποποίηση που εξαπλώνεται»
Η βία δεν μπορεί να μην επηρεάζει την κοινωνία. «Ενας ισραηλινός δημοσιογράφος έκανε μια εκπομπή που προκάλεσε τεράστια αίσθηση. Βρήκε τους νεαρούς Ισραηλινούς που έγραψαν βρισιές στα σχόλια κάτω από την είδηση του θανάτου τόσων μικρών παιδιών, πανηγύριζαν και γιόρταζαν.
Υπάρχει μια απανθρωποποίηση που εξαπλώνεται όλο και περισσότερο στο Ισραήλ».
Η επιτροπή που απένειμε το βραβείο Πούλιτζερ στον Νέιθαν Θρωλ ανέφερε πως η επιλογή έγινε τόσο για τη δεινότητα του συγγραφέα όσο και για τη συγκλονιστική ιστορία που αφηγήθηκε. Τι θυμάται από εκείνη την ημέρα;
«Η πιο συναισθηματική στιγμή δεν ήταν το ίδιο το Πούλιτζερ, αλλά το τηλεφώνημα στον Αμπεντ λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση.
Χάρηκα με τη χαρά και την περηφάνια του. Αυτό με έκανε να αισθανθώ ικανοποίηση γιατί με εμπιστεύτηκε πολύ, κινδύνευσε να υποστεί πολλές συνέπειες από την κοινότητά του, από τα πολιτικά κόμματα, από συγγενείς, επειδή αποκάλυπτε πολλές πληροφορίες για τη ζωή του.
Ομως τώρα αισθάνεται πως άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν μάθει την ιστορία του γιου του και αυτό τον συγκινεί βαθιά».
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις 3 Οκτωβρίου πέρυσι. Τέσσερις ημέρες αργότερα έγινε η αιματηρή τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ. Αρκετές από τις προγραμματισμένες παρουσιάσεις του βιβλίου στις ΗΠΑ ακυρώθηκαν, ούτε έγινε εφικτό να ταξιδέψει εκεί ο Αμπεντ Σαλάμα. «Ομως γενικά, το κοινό είναι πολύ δεκτικό, γιατί αυτή η ιστορία δεν μπορεί να μην αγγίξει τους περισσότερους».
«Οταν έγραψα το βιβλίο, έγραφα ήδη από απελπισία»
Οι εικόνες από την επίθεση της Χαμάς ήταν σκληρές, όπως και οι εικόνες που βλέπουμε τον τελευταίο χρόνο να έρχονται από τη Γάζα. Αν ήξερε την εξέλιξη των γεγονότων, υπάρχει περίπτωση να το έγραφε κάπως διαφορετικά; «Οχι. Οταν έγραψα το βιβλίο, έγραφα ήδη από απελπισία.
Η απόγνωση είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο κόσμος θα δώσει προσοχή στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη μόνο όταν υπάρχει πόλεμος στη Γάζα ή εκδήλωση θεαματικής βίας. Μετά όλοι λένε: πρέπει να αποκαταστήσουμε την ηρεμία. Στόχος αυτού του βιβλίου είναι να δείξει πως η κατάσταση για τους Παλαιστινίους, μεταξύ αυτών των πολέμων, κάθε άλλο παρά ήρεμη είναι. Η καθημερινότητα των Παλαιστινίων είναι μια ιστορία υποταγής και βίας.
Αυτό το βιβλίο είχε σκοπό να σας δείξει μόνο μία τραγωδία από τις πολλές. Και πόσο βαθιά διαμορφώθηκε αυτή η τραγωδία από το σύστημα της κυριαρχίας, ένα σύστημα που υπάρχει πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από κάθε πόλεμο. Μάλλον όταν τελειώσει και αυτός ο πόλεμος, οι άνθρωποι θα προχωρήσουν τις ζωές τους, θα επιστρέψουν στην αποδοχή ότι αυτό το σύστημα θα συνεχιστεί για πάντα».
Το βιβλίο μπορεί να τιμήθηκε με Πούλιτζερ, ο συγγραφέας όμως είχε και προσωπικές δυσκολίες – το να είσαι Εβραίος και επικριτής της ισραηλινής πολιτικής μπορεί να σου δημιουργήσει ζητήματα με την ίδια σου την κοινότητα ή ακόμα και με την οικογένεια.
«Η μητέρα μου είναι μια τυπική σοβιετική εβραία μετανάστρια στις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει. «Εχει μια φυλετική προσκόλληση με το Ισραήλ. Δεν αντέχει να διαβάζει οτιδήποτε γράφω». Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα άλλαζε κάτι.
«Νιώθω ηθική ευθύνη να κάνω ό,τι μπορώ. Αισθάνομαι αυτή την ευθύνη ως Αμερικανός από τους φόρους του οποίου δίνονται σχεδόν τέσσερα δισεκατομμύρια τον χρόνο στο Ισραήλ. Το αισθάνομαι ως Εβραίος, επειδή η ισραηλινή κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ενεργεί στο όνομα του εβραϊκού λαού. Και το νιώθω ως άνθρωπος που ζει στην Ιερουσαλήμ και έχει βαθιές φιλίες με Παλαιστινίους».