Θλίψη σκόρπισε στον κόσμο της μουσικής, και όχι μόνο, η είδηση του θανάτου του Κουίνσι Τζόουνς. Ο θρυλικός μουσικός και παραγωγός, άφησε την τελευταία του πνοή τη Δευτέρα 4 Οκτωβρίου, σε ηλικία 91 ετών.

Ο Κουίνσι Τζόουνς γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1933 στο Σικάγο. Η καριέρα του στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας κράτησε περισσότερες από έξι δεκαετίες, είχε συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής -από τον Φρανκ Σινάτρα και τον Μάικλ Τζάκσον έως τον Ρέι Τσαρλς και την Αρίθα Φράνκλιν-, ενώ κατέχει το ρεκόρ των 80 υποψηφιοτήτων στα βραβεία Grammy – έχοντας κερδίσει 28 βραβεία αλλά και το βραβείο Grammy Legend που του απονεμήθηκε το 1992.

Ο Τζόουνς έγινε γνωστός στη δεκαετία του 1950 ως ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας τζαζ μουσικής, προτού προχωρήσει στην ποπ μουσική και τη σύνθεση μουσικής για κινηματογραφικές ταινίες. Το 1969, ο Κουίνσι Τζόουνς και ο συνεργάτης του τραγουδοποιός Μπομπ Ράσελ έγιναν οι πρώτοι αφροαμερικανοί που προτάθηκαν ποτέ για Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού, για το «The Eyes of Love» από την ταινία «Απαγόρευση».

Ο Τζόουνς ήταν επίσης υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για τη δουλειά του στην ταινία του 1967 «Εν Ψυχρώ», όντας ο πρώτος αφροαμερικανός δύο φορές υποψήφιος την ίδια χρονιά.

Ο Κουίνσι Τζόουνς ήταν παραγωγός, από κοινού με τον Μάικλ Τζάκσον, στα άλμπουμ του «Thriller» (1982) και «Bad» (1987), καθώς επίσης παραγωγός και διευθυντής ορχήστρας του φιλανθρωπικού τραγουδιού, το 1985, «We Are the World», το οποίο συγκέντρωσε κεφάλαια για τα θύματα του λιμού στην Αιθιοπία.

Το 2013, ο Jones εντάχθηκε στο Rock & Roll Hall of Fame ως νικητής, μαζί με τον Lou Adler, του βραβείου Ahmet Ertegun. Το περιοδικό Time τον ανέδειξε ως έναν από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς της τζαζ στον 20ού αιώνα.