Σε κυριακάτικο ρεπορτάζ του Bloomberg, εταιρείες από αυτές που βοηθούν τους Αμερικανούς να βρουν τρόπους μετεγκατάστασης σε άλλη χώρα δήλωναν ότι η ζήτηση αυξήθηκε κατά 900% τις τελευταίες εβδομάδες. Σε μια έρευνα του Οκτωβρίου σε 7.000 Αμερικανούς που περιελάμβανε το εν λόγω άρθρο, για το αν ενδιαφέρονται να μεταναστεύσουν, δήλωναν ότι το κάνουν για να αποφύγουν τις συνθήκες πολιτικού διχασμού που δημιούργησε η προεκλογική περίοδος και θεωρούν δεδομένο ότι θα συνεχιστεί και μετεκλογικά. Πρώτη επιλογή για όλους αυτούς είναι οι 40 χώρες που διαθέτουν προγράμματα διαμονής, τύπου golden visa (χρυσή βίζα) ή digital nomads (ψηφιακοί νομάδες). Σε αυτόν τον άτυπο ανταγωνισμό, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ ψηλά, μέσα στην κορυφαία πεντάδα (τέταρτη πίσω από Αντίγκουα, Πορτογαλία, Μάλτα και πάνω από Ισπανία και Ιταλία), μεταξύ των προτιμήσεων των Αμερικανών για μόνιμη εγκατάσταση.
Οι Αμερικανοί δεν είναι οι μόνοι που επιλέγουν Ελλάδα το τελευταίο διάστημα. Το ίδιο και με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, λόγω προφανών αιτιών, γίνεται εδώ και πολλούς μήνες από εκατοντάδες επενδυτές που συρρέουν στη χώρα μας από το Ισραήλ και τον Λίβανο. Επιθυμούν όχι μόνο να εγκατασταθούν, αλλά και να επενδύσουν. Να μεταφέρουν τις δουλειές τους και να αναπτύξουν νέες στη χώρα μας. Ολη αυτή η τάση δεν είναι εύκολη ούτε αυτονόητη. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να επιλέξουν οποιαδήποτε άλλη χώρα. Αρκετοί από αυτούς επιλέγουν την Ελλάδα και είναι σημαντικό να καταλάβουμε το γιατί.
Στο πρόσφατο βιβλίο του «Περί ηγεσίας» (On leadership) ο πρώην πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Τόνι Μπλερ μιλάει για τα χαρακτηριστικά ενός πετυχημένου έθνους. Βάζοντας πιο ψηλά από όλα τη μακροοικονομική σταθερότητα. Οι επενδυτές, σύμφωνα με τον πρώην βρετανό πρωθυπουργό, θέλουν να γνωρίζουν εάν στις χώρες που θα δραστηριοποιηθούν η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική ασκείται με συνέπεια στις βασικές αρχές της εξισορρόπησης των λογαριασμών. Θέλουν επίσης να γνωρίζουν εάν το χρέος είναι υπό έλεγχο, αν υπάρχει νομισματικός κίνδυνος και αν η κεντρική τράπεζα είναι ανεξάρτητη. Ο ίδιος, όπως λέει, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι η καλή μακροοικονομική πολιτική αποτελεί προϋπόθεση οικονομικής προόδου και προσέλκυσης επενδύσεων δεν είναι ένα ζήτημα μεταξύ Αριστεράς ή Δεξιάς. Ο πολιτικός προσανατολισμός ελάχιστα διαφέρει.
Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για σωστό ή λάθος μείγμα πολιτικής. Τα έθνη, συνεχίζει, πρέπει να είναι ανοιχτά στις επενδύσεις, τόσο τις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές, αλλά η μεγάλη αλλαγή μπορεί να έρθει σε μια οικονομία μόνο από τις ξένες επενδύσεις. Από το «νέο αίμα». Κάνει μάλιστα ειδική αναφορά σε ένα θέμα συνώνυμο της ελληνικής αποβιομηχανοποίησης. Οπως λέει ο βρετανός πολιτικός, η αυτοκινητοβιομηχανία του Ηνωμένου Βασιλείου αναβίωσε πραγματικά έπειτα από χρόνια παρακμής, τη δεκαετία του 1970, όταν επετράπη στην ιαπωνική Nissan να εγκαταστήσει το εργοστάσιό της στα βορειοανατολικά της χώρας. Σύμφωνα με τον Μπλερ, αυτή η απόφαση έδειξε τον δρόμο και ο υπόλοιπος κλάδος ακολούθησε με σημαντικό θετικό αποτέλεσμα. Για όσους δεν θυμούνται, την ίδια περίπου περίοδο (δεκαετία ’70) δημιουργήθηκε και στην Ελλάδα ένα εργοστάσιο της Nissan, το οποίο μεγαλούργησε για χρόνια, μέχρι που η ασαφής (έως επιθετική) κυβερνητική πολιτική στη δεκαετία του ’90 και το υψηλό κόστος παραγωγής το οδήγησαν στο λουκέτο το 1995.
Είναι εμφανές ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει πολλές αδυναμίες. Είναι ωστόσο ακόμα πιο εμφανές ότι έχει καταφέρει να χτίσει δύο χαρακτηριστικά πολύτιμα για εγχώριους και ξένους: επενδυτική προβλεψιμότητα και οικονομική σταθερότητα. Και τα δύο, περιουσία ανεκτίμητη και σχεδόν ποτέ δεδομένη για την Ελλάδα μέχρι σήμερα.