Ενα από τα ενδιαφέροντα ερωτήματα που απασχόλησαν τους νικητές μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πώς κατάφεραν οι Γερμανοί να πολεμούν τόσο αποτελεσματικά μέχρι το τέλος, ενώ καταλάβαιναν ότι δεν υπήρχε ελπίδα. Βεβαίως, η πλήρης απάντηση είναι σύνθετη: πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό το αποτέλεσμα. Ομως, σε τεχνικό επίπεδο, οι αμερικανοί στρατιωτικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, σε μεγάλο βαθμό, η συνοχή των γερμανικών μονάδων, ακόμη και αποδεκατισμένων, οφειλόταν στον ισχυρό κορμό του σώματος των υπαξιωματικών. Στον γερμανικό στρατό της εποχής, με την πρωσική παράδοσή του, οι υπαξιωματικοί ποτέ δεν γίνονταν αξιωματικοί, εν αντιθέσει με τον αμερικανικό στρατό και τη δημοκρατική παράδοσή του, στον οποίο οι προαγωγές των ικανών υπαξιωματικών σε αξιωματικούς ήταν το καθεστώς. Η πείρα των υπαξιωματικών ήταν ο σκελετός των γερμανικών μονάδων και η αιτία της αξιοσημείωτης συνοχής τους.

Τα χρόνια που πέρασαν από τότε δεν άλλαξαν την αξία αυτών των διαπιστώσεων, γιατί, όπως βλέπουμε στα σύγχρονα μέτωπα του πολέμου, τα νέα μέσα, που προστίθενται στο οπλοστάσιο της καταστροφής, δεν εκτοπίζουν τα παλαιότερα. Τα τηλεκατευθυνόμενα drones, οι υπερσύγχρονοι πύραυλοι, οι νέες βόμβες συνυπάρχουν με τα χαρακώματα και τα τυφλά μπαράζ του πυροβολικού. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι σωστός ο στόχος που θέτει η «Ατζέντα 2030» του Νίκου Δένδια, για την αύξηση του αριθμού των υπαξιωματικών και τη μείωση των αξιωματικών, μέχρι η σχέση να διαμορφωθεί στο 9 προς 1 αντιστοίχως. Θα είναι ένα θετικό βήμα, εφόσον η μείωση του αριθμού τονώσει τις προοπτικές του επαγγέλματος και το κάνει ελκυστικότερο. Το ερώτημα όμως είναι πώς θα γίνει ελκυστικότερο το επάγγελμα των υπαξιωματικών, εφόσον μάλιστα ο στρατός θα βασίζεται πλέον σε αυτούς. Αν η αύξηση του αριθμού τους δεν συνοδεύεται από μέτρα που θα κάνουν ελκυστικότερη τη δουλειά τους, τότε αυτό που κάνουμε είναι να παίρνουμε το πρόβλημα από τους μεν και να το μεταθέτουμε στους δε. Το πρόβλημα πάντως θα παραμένει το ίδιο.

ΚΟΙΝΩΝΙΟΠΑΘΕΙΣ

Η βόμβα ήταν «θηριώδης», κατά τη γλαφυρά διατύπωση του υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. «Θα προκαλούσε καταστροφή, γιατί ήταν μεγάλης ισχύος», όπως είπε. Και την προκάλεσε πράγματι, γιατί η πολυκατοικία ολόκληρη κρίθηκε ακατάλληλη από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Απλώς δεν εξερράγη εκεί που σκόπευαν οι κατασκευαστές της. Κατά τραγική ειρωνεία, εξερράγη στα χέρια τους, με αποτέλεσμα ο ένας να διαμελιστεί και η άλλη να νοσηλεύεται φρικτά τραυματισμένη και σε κρίσιμη κατάσταση. Η βόμβα, πάντως, έσκασε και, ως έναν βαθμό, πέτυχε τους σκοπούς των βομβιστών, αφού κατέστρεψαν μια ολόκληρη πολυκατοικία. Πέτυχε ένα πλήγμα κατά του «εγκλήματος», όπως το λένε αυτοί και οι ομοϊδεάτες τους, της ατομικής ιδιοκτησίας! Δεν ήταν το μέγαρο της ΓΑΔΑ ούτε το άλλο του Αρείου Πάγου, ήταν όμως κάτι. Ηταν οι περιουσίες συνηθισμένων ανθρώπων, των οποίων ενδεχομένως οι ζωές να παίρνουν μια κατεύθυνση που ποτέ δεν περίμεναν και σίγουρα δεν τους άξιζε, αλλά αυτές είναι οι συνέπειες της πάθησης από την οποία υποφέρουν οι δράστες.

Δεν τους θεωρώ τρομοκράτες, αν και τεχνικά είναι τέτοιοι, γι’ αυτό και παραπάνω αποφεύγω σκοπίμως τη χρήση του όρου. Κατά τη γνώμη μου, εντάσσονται σε μία ευρύτερη κατηγορία, εκείνη των κοινωνιοπαθών, των ατόμων που πάσχουν από το σύνδρομο της αντικοινωνικής προσωπικότητας (ASPD, διεθνώς). Η πολιτική, οι ιδεολογίες, οι ταξικοί αγώνες και τα συναφή είναι γι’ αυτούς βολικά προσχήματα και δεν έχουν κανένα βάθος – παραπέμπω τους ενδιαφερόμενους στη χθεσινή στήλη του Ηλία Κανέλλη, στην οποία αναλύει έξοχα την κενότητα των υποτιθέμενων ιδεών τους. Το πρόβλημα αυτών των ανθρώπων είναι βαθύτερο και, δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θεραπεύεται…

ΦΡΟΥΔΑ ΕΛΠΙΔΑ

Προς στιγμήν, αναθάρρησα. Νόμισα ότι το έργο ζωντάνεψε και ότι η σύγκρουση στον ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτεται, επιτέλους, στις πραγματικές διαστάσεις της. Αλίμονο όμως, η τηλεοπτική αψιμαχία μεταξύ Απόστολου Γκλέτσου και Αρη Σπηλιωτόπουλου, σχετικά με το συνέδριο του κόμματός τους, έληξε με δημόσιες ομολογίες εκατέρωθεν για τη συμπάθεια που τους ενώνει. Τι κρίμα…