Ηταν τέτοιες μέρες πριν από δεκαέξι χρόνια. Την παραμονή των εκλογών στις ΗΠΑ, φύγαμε αργά το βράδυ από την εφημερίδα, πήγαμε στο σπίτι για ένα μπάνιο και ξαναγυρίσαμε, ακόμη και όσοι δεν ήμασταν απαραίτητοι, πολύ πριν ξημερώσει. Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα ήταν βέβαιη και θέλαμε να ζήσουμε όσο πιο κοντά στην «πηγή» το μεγάλο γεγονός. Ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ. Που ήδη είχε γίνει ποπ σταρ. Ενα είδωλο της μαζικής κουλτούρας που συμβόλιζε πολύ περισσότερα απ’ αυτό καθαυτό το αξίωμά του. Σαν να τον χειροκροτούσαν από κάτω ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η Ρόζα Παρκς (η μοδίστρα που διώχθηκε διότι, το 1955, αρνήθηκε να δώσει τη θέση της στο λεωφορείο σε κάποιον λευκό), η Ρούμπι Μπρίτζις (το πρώτο κοριτσάκι που πήγε σε σχολείο για λευκούς, όπου την υποδέχθηκαν με ένα μικρό φέρετρο μέσα στο οποίο υπήρχε μια μαύρη κούκλα), σαν να ζωντάνεψαν η «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» και το «Πορφυρό χρώμα». Εμοιαζε με μια νίκη όχι μόνο των Δημοκρατικών αλλά της Ιστορίας, κάτι σαν νεύμα για να προχωρήσουμε μπροστά σε έναν καινούργιο κόσμο χωρίς διακρίσεις και προκαταλήψεις.

Τι έγινε μέσα σε τόσα λίγα χρόνια; Πού και πώς σκοντάψαμε τόσο άγαρμπα; Και τόσο τραυματικά; Τι συνέβη και μετά τις δύο τετραετίες του Ομπάμα ήρθε ο Τραμπ; Και τώρα κινδυνεύουμε να ξαναβγεί; Ο πρώτος, μετά τα τέλη του 19ου αιώνα, αμερικανός πρόεδρος που θα κάνει δύο μη συνεχόμενες θητείες. Τι έπαθαν οι Αμερικανοί; Τι έπαθε ο κόσμος; Πώς κοντύναμε και από τον Ομπάμα του 2008 φτάσαμε στον Τραμπ του 2024; Εναν άνθρωπο που λέει, ως σοβαρό προεκλογικό «χαρτί», ότι οι μετανάστες τρώνε σκύλους και γάτες, βρίζει τις γυναίκες και κοροϊδεύει τον Αντετοκούνμπο λέγοντας ότι ο ίδιος, προφανώς λόγω χρώματος, είναι πιο Ελληνας. (Βέβαια, αν αφαιρέσεις το καροτί μαλλί, όντως μοιάζει πολύ με παλαιάς κοπής Ελληνάρα που βρίζει «ρευόμενος» και μισομεθυσμένος αφού έχει φάει ενάμισι κιλό παϊδάκια στη Βάρη.)

Εχω την εντύπωση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι η προσωποποίηση μιας ανασφάλειας. Αυτής που νιώθουν όσοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήταν βολεμένοι στα σχήματα του παλιού κόσμου, που βιώνουν την αλλαγή ως υπαρξιακή απειλή. Και η ανασφάλεια προκαλεί θυμό, μετουσιώνεται σε επιθετικότητα. Διότι όταν εμείς, το 2008, φορούσαμε μπλουζάκια με τη μορφή του Ομπάμα και είχαμε στα ψυγεία μας μαγνητάκια με τα συνθήματά του (παρεμπιπτόντως, ακόμη τα έχω) κάποιοι εκεί έξω ένιωθαν ότι «το σπίτι φεύγει», όπως λέει και ο τίτλος του θεατρικού έργου του Αντώνη Νικολή. Και αυτό πρώτα τους σάστισε, μετά τους αναστάτωσε και στο τέλος τούς θύμωσε – έτσι πάει η σειρά.

Και τι θα έπρεπε δηλαδή; Να μην προχωρήσει ο κόσμος για να μη θυμώσουν οι δεινόσαυροι; Οχι βέβαια. Απλώς να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται, για να μάθουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε. Ετσι κι αλλιώς οι δεινόσαυροι, στο τέλος, θα γίνουν πλαστικά, ακίνδυνα παιχνίδια.

Ο Στέφανος απασφάλισε

Λόγω εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ (στις οποίες, όπως κατάλαβα, κέρδισαν όλοι, δηλαδή τρέχα γύρευε) παρακολούθησα τις τελευταίες μέρες τις δηλώσεις και τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του Στέφανου Κασσελάκη. Ο άνθρωπος φαίνεται σαν να έχει δραπετεύσει από αμερικανικό βιβλίο αυτοβελτίωσης. Αυτά που κάνουν τον Κοέλιο να φαντάζει ως στοχαστής. Πρώτα απ’ όλα είναι σαχλός (ο Κασσελάκης αλλά και ο Κοέλιο). Οταν σου λέει η δημοσιογράφος ότι το χταπόδι είναι μαλάκιο και της απαντάς, τάχα θιγμένος, «Πώς με είπες;» ή όταν λες, ως αστείο, ότι αν ψήφιζαν τα σκυλιά θα έπαιρνες 95%, έχεις σπάσει το κοντέρ της σάχλας. Και το κοντέρ του ναρκισσισμού όταν επιμένεις στο «Αφήστε με να χάσω», εννοώντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί αυτό ή όταν θεωρείς ότι δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον χωρίς εσένα κεντρικό ήρωα.

Εχω πολλές ιδέες για το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί ο Στέφανος σε ένα τηλεοπτικό ριάλιτι αλλά δεν θα τις πω μπιτ παρά.