«Εδώ ο καθένας έχει έναν γείτονα / ο καθένας έχει έναν φίλο / ο καθένας έχει έναν λόγο να ξεκινήσει από την αρχή. / Ο πατέρας μου έλεγε: Γιε μου, είμαστε τυχεροί σ’αυτή την πόλη. / Είναι ένα ωραίο μέρος να έχεις γεννηθεί. / Απλώς σε αγκαλιάζει, / κανείς δεν σε πνίγει και κανείς δεν προχωράει μόνος. / H σημαία που ανεμίζει στο δικαστήριο / σημαίνει ότι μερικά πράγματα είναι σταθερά. / Ποιοι είμαστε, τι θα κάνουμε και τι δεν θα κάνουμε».
Το τραγούδι αυτό, με τίτλο «Long Walk Home», το έγραψε ο Μπρους Σπρίνγκστιν το 2007. Oπως είχε πει τότε στους «New York Times», ήθελε να περιγράψει πώς είχε αλλάξει η Αμερική στα έξι χρόνια που κυβερνούσε ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος: «Ενας τύπος επιστρέφει στην πόλη του και δεν αναγνωρίζει τίποτα, ούτε αναγνωρίζεται από κανέναν. Ο κόσμος του έχει αλλάξει. Τα πράγματα που νόμιζε πως ήξερε, οι άνθρωποι που νόμιζε πως ήξερε, με τους οποίους είχε κάποια κοινά ιδανικά, του φαίνονται ξένοι. Ο κόσμος που ήξερε τού φαίνεται αγνώριστος».
Το περασμένο καλοκαίρι, και ιδίως μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Τραμπ, ο Σπρίνγκστιν άρχισε να ξαναλέει αυτό το τραγούδι στις συναυλίες του εν είδει «προσευχής για τη χώρα» του. Οπως εξήγησε αργότερα στον δημοσιογράφο Τζορτζ Στεφανόπουλο, «ο κόσμος γνωρίζει λίγο – πολύ τις απόψεις μου, ήθελα όμως έναν χώρο όπου να νιώθει ο καθένας ότι μπορεί να έρθει και να είναι με τον γείτονά του, όποιες κι αν είναι οι πολιτικές του απόψεις». Κι όταν τάχθηκε δημοσίως υπέρ της Κάμαλα Χάρις, είπε πως «από τον Εμφύλιο πόλεμο κι ύστερα, ποτέ η χώρα δεν ήταν πολιτικά, πνευματικά και συναισθηματικά τόσο διχασμένη. Δεν πρέπει όμως να συμβαίνει αυτό».
Εκείνος ενώνει. Στις συναυλίες του βλέπει κανείς από ανθρώπους της εργατικής τάξης που πίνουν Iron City Beer μέχρι πλούσιους με Lexus και ακριβά γυαλιά ηλίου. Αντίθετα με τους φαν της Τέιλορ Σουίφτ που σε μεγάλο ποσοστό είναι πολύ νέοι για να έχουν ψηφίσει, γράφει ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Μίτσελ Ντάνελερ στους «New York Times», οι περισσότεροι από τους φαν του Σπρίνγκστιν είναι άνθρωποι πάνω από 60, με διαμορφωμένες απόψεις. Δεν περιμένει κανείς λοιπόν να επηρεαστούν από το ποιον ψηφίζει. Ούτε ο ίδιος ο Σπρίνγκστιν περιμένει ότι θα επηρεάσει την ψήφο τους. Το να υποστηρίξει την Κάμαλα, όπως παλιότερα τον Ομπάμα, είναι κάτι που νιώθει πως πρέπει να κάνει, και το κάνει.
Γράφουν πολλοί ότι ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των σημερινών εκλογών, ο Τραμπ έχει ήδη κερδίσει και η δημοκρατία έχει ήδη χάσει. Οχι, δεν είναι έτσι. Αν κερδίσει ο Τραμπ, θα προσπαθήσει να εκδικηθεί τη μισή Αμερική που δεν τον ψήφισε, ενώ αν κερδίσει η Κάμαλα θα προσπαθήσει να ενώσει αυτή τη διχασμένη χώρα. Ο Boss δείχνει τον τρόπο.