Το να πει κανείς πως ουδέποτε υπήρξε στις ΗΠΑ άνθρωπος μη εκλεγμένος με τόση δύναμη όσο ο Ιλον Μασκ, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο σήμερα, με περιουσία που εκτιμάται στα 250 δισεκατομμύρια δολάρια, θα ήταν, προφανώς, ανακριβές. Αρκούν τρία ονόματα ισάριθμων βαρόνων της βιομηχανίας για να το επιβεβαιώσουν: Χένρι Φορντ (1863-1947), Τζον Ντ. Ροκφέλερ Σίνιορ (1839-1937) και Τζέι Πι Μόργκαν (1837-1913). Ο πρώτος δημιούργησε τη σύγχρονη αγορά αυτοκινήτων στις ΗΠΑ και κυριάρχησε σε αυτή για 25 χρόνια. Οσο για τον αυτοκράτορα της διύλισης πετρελαίου, σε σχέση με το ΑΕΠ των ΗΠΑ ο πλούτος του ήταν τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερος από αυτόν του Μασκ. Είναι, τέλος, γνωστό πως ο τραπεζίτης της παρέας, που είχε χρηματοδοτήσει την εκλογή του Ρεπουμπλικανού προέδρου Ουίλιαμ Μακίνλεϊ (1897-1901), έπαιζε για χρόνια ρόλο κεντρικής τράπεζας.
Οχι απλά ανακριβές αλλά και ανόητο θα ήταν επίσης το να ισχυριστεί κανείς πως ο Ιλον Μασκ, που έχει ξοδέψει περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια για να στηρίξει την εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ, είναι ο πρώτος δισεκατομμυριούχος που θέτει με αυτόν τον τρόπο την περιουσία του στην υπηρεσία ενός κόμματος. Πάμπλουτοι επιχειρηματίες, όπως οι υπερσυντηρητικοί αδελφοί Κοχ, έχουν εκμεταλλευτεί το σύστημα των «PACs», των Επιτροπών Πολιτικής Δράσης, προκειμένου να καταβάλλουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε δεξαμενές σκέψης και υποψηφίους τα τελευταία είκοσι χρόνια, με μεγάλο βαθμό αδιαφάνειας. Στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος, προοδευτικοί δισεκατομμυριούχοι όπως ο Ριντ Χέιστινγκς (Netflix), ο Μπιλ Γκέιτς (Microsoft) και ο Ντάστιν Μόσκοβιτς (πρώην Facebook) έχουν δωρίσει αρκετά εκατομμύρια δολάρια σε μία PAC που χρηματοδοτεί την εκστρατεία της Κάμαλα Χάρις. Οσον αφορά τις διαφημιστικές δαπάνες, μάλιστα, η Δημοκρατική υποψήφια πλησιάζει στο νήμα έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ εκείνες της εκστρατείας του Τραμπ.
Είναι κυρίως οι μέθοδοι που επέλεξε ο Ιλον Μασκ που εγείρουν ερωτήματα. Ο άνθρωπος που δήλωνε το 2018 σοκαρισμένος από το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, εκείνης της εταιρείας που είχε χρησιμοποιήσει καταχρηστικά τα δεδομένα δεκάδων εκατομμυρίων ατόμων για την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ δύο χρόνια νωρίτερα, έφτασε να μοιράζει με κλήρωση ένα εκατομμύριο δολάρια ημερησίως σε κάποιον από όσους δελεάζονται να υπογράψουν μια petition υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος στην οπλοκατοχή – δυνητικοί ψηφοφόροι του Τραμπ όλοι τους, που αφήνουν ευχαρίστως τα στοιχεία τους, και δη στις επτά αμφίρροπες πολιτείες που θα κρίνουν το αποτέλεσμα. Το υπουργείο Δικαιοσύνης, βέβαια, κατήγγειλε το τέχνασμα αυτό ως πιθανόν παράνομο, αλλά το έχει αυτό το κουσούρι η Δικαιοσύνη στις δημοκρατικές κοινωνίες, παίρνει τον χρόνο που χρειάζεται, και ειδικά στις ΗΠΑ είναι εντυπωσιακό το πόσα πράγματα γίνονται δεκτά ή έστω ανεκτά από τον νόμο, ενώ δεν θα έπρεπε.
Να, για παράδειγμα, αυτές οι διαφημίσεις στο Facebook που αγόρασε (δαπανώντας περισσότερα από 300.000 δολάρια μέσα σε μία εβδομάδα) μία Ρεπουμπλικανική PAC ονόματι Building America’s Future: παριστάνοντας ότι προέρχονται από την καμπάνια της Κάμαλα Χάρις, την εμφανίζουν να προωθεί, για παράδειγμα, την απαγόρευση της οπλοκατοχής, ή της υδραυλικής ρωγμάτωσης, αμφότερα ζητήματα ιδιαίτερα ευαίσθητα στις ΗΠΑ. Ή εκείνα τα δύο προωθητικά βίντεο που αγόρασε, αντί εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων, σε Snapchat, Google, Instagram και Facebook η Future Coalition PAC, στοχεύοντας τους ψηφοφόρους της Πενσιλβάνια και του Μίσιγκαν, δύο πολιτειών – κλειδιά: το πρώτο, που απευθυνόταν σε συνοικίες και πόλεις με μεγάλο μουσουλμανικό πληθυσμό, παρουσίαζε την Κάμαλα ως ένθερμη υποστηρίκτρια του Ισραήλ, ενώ το δεύτερο, σε άλλες περιοχές των ίδιων πολιτειών, υποστήριζε ότι η υποψήφια πρόεδρος των Δημοκρατικών είναι «στο τσεπάκι των Παλαιστινίων». Ενα modus operandi παρόμοιο με εκείνο που είχε εφαρμόσει στις ΗΠΑ το 2016 η ρωσική ομάδα παραπληροφόρησης «Internet Research Agency».
Στην πραγματικότητα, το να πει κανείς πως, στον τομέα της παραπληροφόρησης, ο Ιλον Μασκ ξεπερνάει τις ρωσικές υπηρεσίες, δεν θα ήταν υπερβολικό. Το αφεντικό του X χρηματοδοτεί και τις δύο προαναφερθείσες PACs. Και ο λογαριασμός του στο κοινωνικό δίκτυο που αγόρασε το 2022 έχει μετατραπεί σε άντρο συνωμοσιολογίας: από την αρχή της χρονιάς, πιπιλίζει καθημερινά το μυαλό των 202 εκατομμυρίων ακολούθων του με τη θεωρία ότι οι Δημοκρατικοί σκαρφίστηκαν μια τεράστια συνωμοσία προκειμένου να «εισαγάγουν» παράνομους μετανάστες και να τους μετατρέψουν σε αριστερούς ψηφοφόρους, και βροντοφωνάζει χωρίς αποδείξεις ότι οι εκλογές είναι στημένες.
Το πιο επικίνδυνο από όλα, όμως, είναι ίσως το γεγονός ότι, λόγω του θαυμασμού που χαίρει ως καινοτόμος επιχειρηματίας, ο Ιλον Μασκ παρασύρει με όπλο τον «αντιγουοκισμό» προς τον Τραμπ ακόμα και ανθρώπους νοήμονες, που κανονικά θα έπρεπε να φτύνουν στον κόρφο τους στο θέαμα, και πρωτίστως στο άκουσμά του. Οπότε ναι, το να πει κανείς πως ο επενδυτής που εθεάθη επανειλημμένως τις τελευταίες εβδομάδες να χοροπηδάει εκστασιασμένος στη σκηνή πλάι στον Ντόναλντ Τραμπ, ευελπιστώντας φυσικά σε μια πρέπουσα μετεκλογική ανταμοιβή, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανεκλογή του, μπορεί κάλλιστα να γίνει αύριο πραγματικότητα. Εννοείται βέβαια ότι φτύνουμε κόρφους, χτυπάμε ξύλα και κουνιόμαστε από τη θέση μας ταυτόχρονα: ούτως ή άλλως, η λογική έχει πάει περίπατο.