Το τεύχος του έγκυρου περιοδικού είναι αφιερωμένο στη φετινή θεατρική σεζόν. Στο εξώφυλλο μια αίθουσα θεάτρου με ιταλική σκηνή και ο τίτλος που λέει «170 παραστάσεις που δεν πρέπει να χάσετε». Καταλαβαίνω ότι οι συντάκτες του θέματος ήθελαν να προβάλουν όσο το δυνατόν περισσότερες θεατρικές δουλειές, να βοηθήσουν αυτούς που, με πενιχρά μέσα, προσπαθούν να κάνουν πραγματικότητα το καλλιτεχνικό τους όνειρο. Να το δούμε όμως και πρακτικά.

Αν πούμε ότι η θεατρική σεζόν ξεκινάει στα μέσα Οκτωβρίου και τελειώνει στα μέσα Μαΐου, διαρκεί επτά μήνες. Που σημαίνει, χονδρικά, 210 μέρες. Δηλαδή, αν θέλω να μη χάσω τις παραστάσεις που δεν πρέπει να χάσω, από όλη τη σεζόν μου μένουν σαράντα όλες κι όλες «ελεύθερες» μέρες για να δω τους φίλους και την οικογένειά μου, να κάνω Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, μία ονομαστική γιορτή, ένα γενέθλιο, να πάω σε έναν γάμο, σε έναν αρραβώνα, σε ένα εστιατόριο, να αρρωστήσω βρε αδελφέ. Τις υπόλοιπες έχω full time job. Να τρέχω δηλαδή από θέατρο σε θέατρο μήπως και χάσω κάποια από αυτά τα αριστουργήματα, που δεν αμφιβάλλω ότι είναι έστω και «μικρά αριστουργήματα» –  τα οποία είναι και τα πιο πολύτιμα. Και μόνο η σκέψη μού προκαλεί άγχος, μου καλλιεργεί μια αίσθηση καταναγκασμού. Και το λέω εγώ που πηγαίνω συνειδητά στο θέατρο από τα τέσσερα χρόνια μου.

Εν τω μεταξύ, αυτές οι παραστάσεις δεν είναι όλες. Υπάρχουν κι άλλες, αλλά ας μείνουμε στις 170 που δεν πρέπει να χάσουμε. Και που είναι κωμωδίες, δράματα, μονόλογοι, διάλογοι, ξένα έργα, ελληνικά έργα, κλασικά, σύγχρονα, δικαστικές υποθέσεις, καταθέσεις ψυχής, μαρτυρίες, διασκευές, κλασικά ατόφια, κλασικά «πειραγμένα» (υπάρχει κι αυτό το «με έμπνευση από το τάδε»), βιογραφίες, μιούζικαλ, κάπου διάβασα και για «μιούζικαλ τσέπης», δεν ξέρω τι είναι αυτό, συγχωράτε με. Σε κάποια μου είναι άγνωστοι όλοι οι ηθοποιοί, σε άλλα οι περισσότεροι, σε κάποια οι σκηνοθέτες, σε άλλα οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς – και, όσο να ‘ναι κάτι ξέρω από θέατρο τόσα χρόνια.

Να ξεκαθαρίσω κάτι. Ο παραγωγικός πλουραλισμός στην τέχνη μόνο κακό δεν κάνει. Και από τις 170 παραστάσεις υπάρχουν πολλές που, πραγματικά, δεν θα πρέπει να χάσει ένας άνθρωπος που αγαπά το θέατρο. Αλλά γιατί τόση διάσπαση; Οι πολλές παραστάσεις δεν σημαίνουν απαραίτητα καλό θέατρο. Σημαίνει μικροί θίασοι και μικρές παραγωγές. Διότι εδώ λεφτά δεν υπάρχουν. Οχι μόνο για την παραγωγή, αλλά ούτε καν για τη συντήρηση του θεάτρου. Και συγγνώμη, αλλά η μιζέρια και η μυρωδιά της μούχλας σε μια θεατρική αίθουσα δεν είναι άποψη.

Η καλύτερη εποχή για το ελληνικό θέατρο ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Τότε που δίνονταν μεγάλες επιχορηγήσεις σε βάθος δύο και τριών χρόνων. Και επέτρεπαν στον Σπύρο Ευαγγελάτο ή στο Αμόρε (δύο τυχαίες αναφορές) να κάνουν αυτό που λέμε ρεπερτόριο χωρίς το άγχος του ταμείου. Αποτέλεσμα; Σήμερα, το καλύτερο δυναμικό του ελληνικού θεάτρου, σε όλους τους τομείς, είναι απότοκο εκείνης της εποχής.

Από τότε βέβαια έχουν αλλάξει πολλά στο θέμα των επιχορηγήσεων. Από τα «πολλά σε λίγους» πήγαμε στα «λίγα σε πολλούς» για να καταλήξουμε στα «πολύ λίγα σε πολλούς». Από κει και πέρα, στο θέατρο αλλά και στη ζωή, όταν δεν υπάρχουν πολλά χρήματα, απαιτείται συσπείρωση δυνάμεων. Για να γίνουν 100 οι παραστάσεις που πραγματικά δεν θα πρέπει να χάσουμε.

Θεατρικές «βιοποικιλότητες»

Αν σταθείς έξω από ένα θέατρο την ώρα που τελειώνει η παράσταση, μπορείς, χωρίς να έχεις δει την ταμπέλα, από την ηλικία και το στυλ των θεατών να καταλάβεις τι έργο παίζεται. Και με ποιους, περίπου, πρωταγωνιστές. Και θυμάμαι ένα θεατρικό ανέκδοτο για τον Δημήτρη Χορν. Κοιτούσε από την κουίντα την πλατεία και έλεγε στους συναδέλφους του: «Βλέπω μια μοβ θάλασσα». Εννοούσε τις κυρίες με τα γκρίζα μαλλιά που έβαζαν μια λουλακί βαφή για να μην κιτρινίζουν. Και που ήταν η «μαγιά» του κοινού του.