Κατά µία παράξενη ειρωνεία στο κέντρο της τυπικής ιστορικής αφήγησης του πώς καταλήξαµε σε αυτό που συνηθίζουµε να περιγράφουµε ως «φιλελεύθερες δηµοκρατίες», και που παρουσιάζονται πλέον ως αναπόδραστος ιστορικός και πολιτικός ορίζοντας, βρίσκονται οι µεγάλες επαναστάσεις, δηλαδή εκείνες οι συλλογικές πολιτικές δυναµικές που αφετηρία είχαν την πεποίθηση ότι µπορεί να διαµορφωθεί µια συλλογική βούληση που θα επιδιώξει να τροποποιήσει τον ιστορικό ορίζοντα και να διαµορφώσει νέα ιστορική συνθήκη.

Πώς, όμως, φτάσαμε στις επαναστάσεις; Ηταν απλώς ένας συνδυασμός οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών; Ή μήπως έπαιξαν ρόλο ιδέες που διαμόρφωσαν τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι κινητοποιώντας τους να διεκδικήσουν μεγάλες πολιτικές ανατροπές; Για τον Jonathan Israel, ομότιμο καθηγητή στο Institute for Advanced Study στο Princeton, οι ιδέες του ρεύματος του Διαφωτισμού υπήρξαν πολύ πιο σημαντικές από όσο συνηθίσαμε να πιστεύουμε για το πώς πήρε το σχήμα της η νεωτερικότητα. Γι’ αυτό και αφιέρωσε μια τετραλογία, που θεωρείται ήδη ένα κλασικό έργο ιστορίας ιδεών, σε αυτό το ζήτημα. Επομένως είναι καλοδεχούμενη η κυκλοφορία στα ελληνικά του τρίτου μέρους αυτής της τετραλογίας, με τίτλο «Μια επανάσταση του νου. Ο ριζοσπαστικός Διαφωτισμός και οι διανοητικές απαρχές της σύγχρονης δημοκρατίας» από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση του Διονύση Παπαδουκάκη.

Αναγκαιότητα επανάστασης

Για τον Israel ο Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός είναι ένα «σύνολο βασικών αρχών που μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: δημοκρατία, φυλετική ισότητα και ισότητα των φύλων, ατομική ελευθερία στην επιλογή του τρόπου της ζωής, πλήρης ελευθερία σκέψης, έκφρασης και Τύπου, εξάλειψη του ρόλου της θρησκευτικής εξουσίας στη νομοθετική διαδικασία και την εκπαίδευση και πλήρης διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας». Είναι οι ιδέες που επιτρέπουν την εμπιστοσύνη στη δυνατότητα ιστορικής προόδου και στην αναγκαιότητα μιας επανάστασης.

Ο Israel διακρίνει μέσα στο ευρύτερο ρεύμα του Διαφωτισμού μια ένταση ανάμεσα σε δύο δυναμικές. Ο αντιδημοκρατικός Μετριοπαθής Ριζοσπαστισμός, που ο Israel τον συσχετίζει ιδίως με τη φιγούρα του Βολταίρου, δεν μπορούσε να δει πέραν από τον ορίζοντα μιας φωτισμένης μοναρχίας. Αντιθέτως, ο δημοκρατικός Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός υπογράμμιζε την ανάγκη για μια ρεπουμπλικανική δημοκρατία, με αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και κράτος δικαίου. Κυρίως, όμως, ο Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός αποδεχόταν τη δυνατότητα ριζοσπαστικών αλλαγών και θεωρούσε αναγκαία την κατάργηση ουσιαστικά των αποικιακών πρακτικών και αυτοκρατοριών, τοποθέτηση που δεν μπορούσαν να κάνουν οι πιο μετριοπαθείς εκδοχές Διαφωτισμού. Ως κατεξοχήν εκπροσώπους της ριζοσπαστικής εκδοχής Διαφωτισμού ο Israel θεωρεί φιλοσόφους όπως ο Ντιντερό, ο d’Holbach, ο Ελβέτιος, ο Κοντορσέ, αλλά και ο Tom Pain.

Ως κρίσιμη φιλοσοφική διαφορά ανάμεσα στα δύο ρεύματα υπογραμμίζει το εάν αποδέχονταν μια εκδοχή οντολογικού δυϊσμού ή μονισμού. Ο δυϊσμός (σώματος και νου, φύσης και Θεού) οδηγεί σε μια μετριοπαθή τοποθέτηση, καθώς επιδιώκει την ισορροπία ανάμεσα στον Λόγο και την παράδοση καταλήγοντας να υποστηρίζει την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Αντιθέτως, ο μονισμός, δηλαδή η παραδοχή μιας υπόστασης, άρα και της ενότητας σώματος και νου, συνενώνει τον Θεό και τη Φύση, αποκλείει τη δυνατότητα θαυμάτων και υποστηρίζει ότι μόνος οδηγός των ανθρώπων πρέπει να είναι ο Λόγος και όχι η παράδοση. Αυτή η άρνηση της παράδοσης, ο διαχωρισμός από τη Θεολογία και η εμπιστοσύνη στον Λόγο επέτρεπαν να βασίζουν τις κοινωνικές τους θεωρίες σε μια ριζοσπαστική εκδοχή ισότητας και να διεκδικούν την κοινωνική και πολιτική αλλαγή.

Ενάντια σε πολέμους και ελεύθερη αγορά

Ο Israel εξετάζει συστηματικά πώς εξελίχθηκε το ρεύμα του Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού και πώς διαμορφώθηκε μια αντίληψη που επέμεινε στις δημοκρατικές μορφές, στην κατάργηση της δουλείας, στην αμφισβήτηση της αποικιοκρατίας, στην ελευθερία του Τύπου. Υπογραμμίζει τις διαφορές με άλλες τοποθετήσεις στο πλαίσιο του Διαφωτισμού, όπως για παράδειγμα τον τρόπο που ο Ρουσσώ, στην ιδιαίτερη αντίληψη που είχε για τη γενική βούληση, μπορούσε στο όνομά της να αποδέχεται τη λογοκρισία. Αντίστοιχα, υπογραμμίζει ότι η εξισωτική αντίληψη τους έκανε να στέκονται και στο ζήτημα της κοινωνικής ανισότητας, με αποτέλεσμα οι εκπρόσωποι του Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού να έρχονται σε σύγκρουση με την ανερχόμενη οικονομική επιστήμη που υποστήριζε πρωτίστως την ελεύθερη αγορά. Αντίστοιχα, οι ριζοσπάστες φιλόσοφοι έβλεπαν με φρίκη τους πολέμους για την απόκτηση λαφύρων και εδαφών και τους αποδέχονταν μόνο όταν στρέφονταν κατά τυράννων και θεωρούσαν ότι ορίζοντας του Διαφωτισμού είναι και μια οικουμενική ειρήνη. Στον ηθικό τομέα, ο Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός επέμενε σε μια κοσμική αντίληψη των αρχών δικαιοσύνης θεωρώντας επιζήμια οποιαδήποτε καταφυγή σε μια δικαιολόγηση των ηθικών κανόνων μέσα από τη θρησκεία.

Ολα αυτά δεν ήταν απλώς κάποιες ιδέες. Η έκρηξη των σχετικών συζητήσεων στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, ιδίως στη Γαλλία, αυτό το κλίμα μιας διάχυτης εθνικής πολιτικής κρίσης που δεν μπορούσε να επιλυθεί παρά μόνο μέσα από μια ριζική πολιτική ανατροπή που θα αμφισβητούσε την κοινωνική και πολιτική ιεραρχία όπως είχε διαμορφωθεί, αποτελούν επαρκή ένδειξη της σημασίας που είχε όλο αυτό το διανοητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί από τους εκπροσώπους του Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού. Αυτό δεν θυμίζει μόνο ότι κάποιες στιγμές οι ιδέες όντως μπορούν να γίνουν ιστορία, αλλά και υπογραμμίζει ότι κληρονομιά της νεωτερικότητας δεν είναι η καταναγκαστική αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης ούτε η αντιμετώπιση της αγοράς ως του μόνου μηχανισμού ορθολογικότητας. Πολύ περισσότερο είναι μια δημοκρατική, εξισωτική και επαναστατική οπτική που σήμερα αντιμετωπίζεται συχνά ως ανορθογραφία.