Οσο καλοπροαίρετα και αν έχεις την ανάγκη να πλησιάζεις τον τρόπο που διαχειρίζονται συγγραφείς και σκηνοθέτες τη ζωή και το έργο καλλιτεχνών – κυρίως τραγουδιστών – δεν μπορείς να μένεις βουβός όταν διαβάζεις για «τον παγκόσμιο και αιώνιο Μανώλη Χιώτη», ή ότι αν μας αφορά η ιστορία του Στράτου Διονυσίου είναι γιατί μέσα της υπάρχει ένα ερώτημα που ξεκλειδώνει πολλά, ένα ερώτημα όπως θα το διατύπωνε ο ίδιος ο τραγουδιστής, ότι: «Γιατί έχουμε έρθει σε αυτόν τον κόσμο: για να ζήσουμε φρόνιμα τη ζωή μας ή για να την κάψουμε;».

Προσπερνώντας κανείς το εύλογο συμπέρασμα που θα προέκυπτε για έναν αδαή να διαβάζει στην ίδια σειρά τα ονόματα του Αισχύλου, του Σαίξπηρ, του Ντοστογιέφσκι, του Ελύτη και του Μανώλη Χιώτη, ή ότι, υπό μίαν έννοιαν, θα μπορούσε ο Στράτος Διονυσίου να λογαριαστεί ως ένα είδος επαναστάτη όπως ο Τσε Γκεβάρα, αναρωτιέται για πολύ λιγότερο θεωρητικές και εντελώς πρακτικές παραμέτρους, όπως, για παράδειγμα, τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στο σύνολο μιας κοινωνίας, οι λέξεις να παραμένουν σε μια αβυσσαλέα αναντιστοιχία με τις πράξεις, και επιπλέον η ζωή να συνεχίζεται σάμπως και να μην έχει θιγεί πρόρριζα μια «τάξη πραγμάτων» ώστε να της είναι αδύνατον έστω και στοιχειωδώς να σταθεί στα πόδια της.

Λυπάται, αλλά οφείλει να το ομολογήσει απερίφραστα κανείς, πως το ενδιαφέρον και η εμμονή για ακραιφνώς προσωπικής κοπής περιστατικά για οποιονδήποτε και αν πρόκειται, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε η συνείδηση μιας παγκοσμιότητας, όσον αφορά τα ζέοντα και δυσεπίλυτα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, που θα συνιστούσε ενδεχομένως μια αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, να παραμένει μια συνείδηση εντελώς συνοικιακού χαρακτήρα. Φτάνει να σκεφτούμε πόσο ακατάλληλος ή και εχθρικός γίνεται ένας άνθρωπος για καθετί δυσάρεστο ή επώδυνο, που δεν συναρτάται όμως με τον ίδιο και το άμεσο περιβάλλον του, αλλά τον χρειάζεται να συνδράμει με τις όποιες του δυνάμεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί, όταν τον άνθρωπο αυτόν μπορεί να τον ενδιαφέρει ο τρόπος που ντυνόταν ο Στράτος Διονυσίου, «έβαζε πρώτα τις κάλτσες και τα παπούτσια και μετά το παντελόνι γιατί δεν ήθελε να το τσαλακώσει».

Οσο και αν κάποτε ήταν δύσκολα αντιληπτό, τα προβλήματα δεν έπαψαν ποτέ να τίθενται σε παγκόσμιο επίπεδο, διαφορετικά ούτε η ρήση του γάλλου φιλόσοφου Γκαμπριέλ Μαρσέλ ότι «οι εξελίξεις σε μια χώρα είναι καθοριστικές για έναν άνθρωπο που δεν θα πατήσει ποτέ το πόδι του στη χώρα αυτή» θα είχε τόσο πολύ εκτιμηθεί, ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου θα είχε τόσο πολύ θαυμαστεί αν είχε στερηθεί το κυριότερό του προσόν ως πολιτικός, να διαβλέπει τις συνέπειες μιας οικονομικής κρίσης στη Νότιο Αμερική σε σχέση με τη Βόρεια Ευρώπη.

Αν λοιπόν τα προβλήματα ετίθεντο πάντα σε ένα παγκόσμιο επίπεδο, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ισχύει κάτι αντίστοιχο σήμερα, με τον παροξυσμό των μέσων επικοινωνίας που μεταβάλλουν τον πλανήτη, όχι πλέον σε μια συνοικία, αλλά σε μια γειτονιά. Και επομένως τη σχιζοφρένεια που ελλοχεύει, όταν περιστατικά στην ουσία αδιάφορα ακόμη και όταν η γειτονιά διατηρούσε τις κανονικές της διαστάσεις, αποκτούν πρωταγωνιστικό χαρακτήρα σε μια «γειτονιά», αν όχι ακατόρθωτο, πολύ δύσκολο ωστόσο να οριοθετεί.

Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, όταν προαγωγός αυτής της συνοικιακής αντίληψης, που θέλει να εισπράττεται ως μια συνολική θέαση των πραγμάτων, παραμένει μια έστω φαινομενική πολιτιστική παράμετρος, αφού προϋποθέτει έναν τραγουδιστή, έναν ηθοποιό, έναν σκηνοθέτη, έναν δημιουργό υποτίθεται με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και ανησυχίες. Θα ήταν ευχής έργον αν η διάσταση ανάμεσα στην ακατάσχετη ενημέρωση που κάνει τον καθένα να αισθάνεται ως ένας υπεύθυνος πολίτης και τη βαθύτερη συγκρότησή του, που συνήθως εκφράζεται με το ενδιαφέρον του αν είχε και πόσους μπράβους είχε στα νυχτοκάματά του ο Στέλιος Καζαντζίδης, θα μπορούσε να καταγγέλλεται για την αναμφισβήτητα σχιζοφρένεια που συνιστά, αντί να επαινείται ως μια globale τοποθέτηση μέσα στη ζωή.