Μάλιστα. Ο Τραμπ, που κέρδισε περπατώντας τις αμερικανικές εκλογές, είναι ρατσιστής, ο άνθρωπος που πόνταρε στη λευκή υπεροχή και κέρδισε, ο ακροδεξιός ριζοσπάστης που παραμύθιασε τον λαϊκό κόσμο ότι θα νοιαστεί γι’ αυτόν και στην ουσία του άρπαξε την ψήφο – μολονότι ξέρουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι Ρεπουμπλικανοί, και ο Τραμπ στην προηγούμενη θητεία του, τα έκαναν σαλάτα με την οικονομία.

Αυτά και άλλα τέτοια διαβάζω σε αναλύσεις που εξηγούν την κυριαρχία του βίαιου, βρώμικου και κακού, ο οποίος ξαναβρέθηκε στην προεδρία των ΗΠΑ.

Διαβάζω ακόμα ότι ο λαός, που ταυτίστηκε μαζί του, έχει πρόβλημα, ότι έπρεπε να είναι περισσότερο υποψιασμένος – κι ότι η στάση που αθωώνει τον λαό είναι λανθασμένη, επειδή ο λαός δεν είναι ανυποψίαστος. Δεν ήταν ανυποψίαστος, λέει αυτή η ανάλυση, όταν ψήφιζε τον Χίτλερ. Δεν ήταν ανυποψίαστος, λέει μια παραπλήσια ανάλυση, όταν ψήφιζε τον Τσίπρα.

Δεν συγκαταλέγομαι σε εκείνους που θεωρούν «το λαό» αθώο.

Aλλά αλίμονο αν σε πολυπαραγοντικών αιτιών εξελίξεις, όπως οι αμερικανικές εκλογές, δεν επιμετρηθεί η ευθύνη των ηττημένων.

Οχι μόνο των κομματικών μηχανισμών, που επέβαλαν την Κάμαλα Χάρις ως το πρόσωπο που θα μπορούσε να ανασχέσει τη δυναμική της υποψηφιότητας Τραμπ, αλλά και της ιδεολογίας που αντιπαρατέθηκε μαζί του για να ηττηθεί πανηγυρικά.

Διότι δεν φτάνει να συγκρίνεται κάποιος με τον Χίτλερ για να λάβουν συγχωροχάρτι οι αντίπαλοί του από τις ευθύνες τους. Ούτε αρκεί να επισημαίνει κανείς την κοινωνική ανισότητα, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Τραμπ.

Από πότε η κοινωνική ανισότητα, από πότε τα προβλήματα των λαϊκών τάξεων οδηγούν στην Ακροδεξιά – και όχι στους αριστερούς λίμπεραλ, που στο κάτω κάτω επίσης πολιτεύονται με αναφορές στο «κοινωνικό ζήτημα», στη φτώχεια, στην ανεργία και στον αποκλεισμό λόγω των κοινωνικών προβλημάτων;

Οι λίμπεραλ αριστεροί της Αμερικής έχουν προειδοποιηθεί, και μάλιστα εγκαίρως, από σοβαρούς στοχαστές, ότι η εμμονή τους με τις έμφυλες ταυτότητες, με την πολιτική ορθότητα και την κουλτούρα της ακύρωσης, με τις ιδέες της άνευ όρων «συμπερίληψης», με την κουλτούρα της αφύπνισης, με τις ιδέες της ρευστότητας των φύλων και μια σειρά στάσεις στο όνομα των δικαιωμάτων δημιουργεί την καχυποψία και την αποστροφή.

Η υπεράσπιση των ταυτοτήτων μετέφερε το πεδίο της σύγκρουσης στους συμβολισμούς, χάθηκε όμως η πραγματικότητα.

Ο Φράνσις Φουκουγιάμα είχε χαρακτηρίσει πολύ νωρίς τη στάση αυτή πολιτικά ελλιπή, αποσπασματική, πατερναλιστική: η δημοκρατία δεν χρειάζεται κατακερματισμό σε επιμέρους ταυτότητες αλλά απαιτεί διεκδικήσεις για λογαριασμό του homo universalis, προειδοποιούσε έγκαιρα («Επαναστάσεις αξιοπρέπειας», «ΤΑ ΝΕΑ», 3/6/2020).

Ο περισσότερο σύνθετος και αναλυτικός φιλελεύθερος στοχαστής Μαρκ Λίλα («Κάποτε φιλελεύθερος και πάλι φιλελεύθερος», Επίκεντρο 2018) υποστηρίζει ότι «ο φιλελευθερισμός των ταυτοτήτων εξόρισε τη λέξη “εμείς” από τον αξιοσέβαστο πολιτικό λόγο». Αλλά χωρίς το «εμείς», δεν υπάρχει μακροπρόθεσμα μέλλον για τον φιλελευθερισμό.

Τι έφερε τον Τραμπ ξανά στην προεδρία;

Η αντικατάσταση του κοινωνικού «εμείς» από επιμέρους ταυτότητες.

Το ότι η Αριστερά δεν ασχολείται με θέματα όπως οι δουλειές του κόσμου, τα εισοδήματά του, οι σπουδές των παιδιών τους, αυτός είναι ο λόγος της ήττας της. Οι «κεντρώοι» που τους τα θυμίζουν και ζητούν διόρθωση δεν είναι πουλημένοι στο κατεστημένο.

Οπως δεν είναι φασίστες όσοι ψήφισαν Τραμπ. Θα το καταλάβουν όσοι παρέδωσαν τις πολιτικές για την κοινωνία στην Ακροδεξιά – αυτοί που έφτιαξαν τον Τραμπ;