Πώς ο Τραμπ, που έχει κριθεί ένοχος για εξαπάτηση της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, κατάφερε να επανεκλεγεί Πρόεδρος; Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κατόρθωσε, επίσης, να ελέγξει τόσο τη Γερουσία όσο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ ήδη η πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ευνοϊκή προς τις συντηρητικές απόψεις. Τρεις φαίνεται να είναι οι κυριότεροι λόγοι:  Πρώτον, η δημιουργία ενός ετερόκλητου αλλά πολυάριθμου συντηρητικού κοινωνικού συνασπισμού που υποστήριξε τις θέσεις του με φανατισμό. Αυτός ο συνασπισμός αποτελείται από λευκούς εργαζόμενους χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση, κυρίως από βιομηχανικές περιοχές των μεσοδυτικών Πολιτειών που έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση.

Πιστεύουν ότι οι πολιτικές προτάσεις του Τραμπ για την επαναφορά των βιομηχανικών θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ και η αντίθεσή του στις εμπορικές συμφωνίες, που θεωρούνται επιζήμιες για τους αμερικανούς εργαζόμενους, θα πρέπει να υποστηριχθούν.

Από ευαγγελικούς χριστιανούς και άλλους συντηρητικούς θρησκευόμενους που υποστηρίζουν τον Τραμπ λόγω των απόψεών του σε ζητήματα, όπως η άμβλωση και οι αξίες της οικογένειας.  Από μικρομεσαίους και μεγαλοεπιχειρηματίες που αναμένουν γενναίες φορολογικές μειώσεις που ο Τραμπ έχει υποσχεθεί. Θεωρούν ότι οι πολιτικές του είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της οικονομίας και για την αύξηση των θέσεων εργασίας.

Από αγρότες κυρίως λόγω της έμφασης που ο Τραμπ δίνει στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και της αντίθεσής του στις εμπορικές συμφωνίες που πλήττουν την αμερικανική γεωργία. Ολες αυτές οι ομάδες έχουν κοινό στοιχείο την αντίθεση προς το κατεστημένο, συμφωνούν με το δόγμα MAGA (Make America Great Again), ασπάζονται τις θέσεις του για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης. Νιώθουν δε την ανάγκη να εκπροσωπηθούν από κάποιον που βλέπουν ως αντισυμβατικό ηγέτη και που έχει το θάρρος να απορρίπτει την παραδοσιακή πολιτική γραφειοκρατία της ελίτ της Ουάσιγκτον.

Δεύτερον, από το γεγονός, ότι οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να αυξήσουν την πολιτική τους επιρροή σε στρώματα ψηφοφόρων που παραδοσιακά ψηφίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα, ακόμα και με αριστερές τάσεις, όπως λευκούς άνδρες και γυναίκες με πανεπιστημιακή μόρφωση και τους νέους ψηφοφόρους.

Κέρδισαν ακόμα μαύρους άνδρες και ισπανόφωνους. Αν και η Χάρις πήρε το 53% των ισπανόφωνων, ο Τραμπ ανέβασε το ποσοστό του κατά πολύ (13%) σε σχέση με το 2020 παίρνοντας το 45% της ψήφου των ισπανόφωνων.

Τρίτον, πολύ πριν από την καταστροφική επίδοση του Μπάιντεν στο ντιμπέιτ στα τέλη του περασμένου Ιουνίου με τον Τραμπ, ήταν προφανές ότι ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προεδρία του δεν ήταν και τόσο αποτελεσματική. Οι σημαντικές επιτυχίες του Μπάιντεν – τα νομοθετικά του επιτεύγματα, η μείωση του πληθωρισμού, η βελτίωση της οικονομίας μετά την πανδημία και ο ρόλος του στην επέκταση του ΝΑΤΟ – δεν εκτιμήθηκαν από τους ψηφοφόρους.

Η δε εκτίμηση της Κάμαλα Χάρις στις οποίες οι λευκοί ψηφοφόροι των προαστίων θα της έφερναν τη νίκη, ήταν σαφώς λανθασμένη. Αυτός δε ήταν ο κυριότερος λόγος που χάθηκαν η Τζόρτζια, το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και η Πενσιλβάνια, ενώ η υιοθέτηση εκ μέρους της μιας κεντρώας πολιτικής για να προσελκύσει τους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς απέτυχε παταγωδώς.

Ο Χαράλαμπος Τσαρδανίδης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου